Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

And the Oscar goes to …

Είμαστε αισίως λίγο πριν την τελετή απονομής των 83ων βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, των γνωστών βραβείων Όσκαρ. Μια τελετή λαμπερή, κατά το σύνηθες, αλλά ίσως όχι κατά το δοκούν, που συγκεντρώνει τα βλέμματα του παγκόσμιου καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος κάθε Φλεβάρη ή Μάρτη. Είναι κοινό μυστικό πως τα βραβεία έχουν πέσει εδώ και χρόνια θύματα του lifestyle, της νομιμοφανούς ελίτ του Χόλιγουντ και του παγκόσμιου σινεμά και μιας δικαιολογημένης εν μέρει, αλλά παρόλα αυτά γενικευμένης απομυθοποίησης που επικρατεί στους καιρούς μας για όλα αυτά που ξεκίνησαν οραματικά, αλλά μεταλλάχθηκαν στα χρόνια. Ωστόσο, δεν παύουν να έχουν τη σημασία τους, ως αναφορά στον κινηματογράφο, αλλά κυρίως δεν παύουν να έχουν την ιστορία τους. Και τελικά η ιστορία είναι αυτή που αποδίδει στον Καίσαρα, αυτά που του πρέπουν.
Φέτος, μία ελληνική κινηματογραφική ταινία, ο «Κυνόδοντας» (2009) του Γιώργου Λάνθιμου διεκδικεί ανάμεσα σε τέσσερις ακόμη υποψηφιότητες το όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης κινηματογραφικής παραγωγής. Δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Την περασμένη χρονιά ο ελληνικής καταγωγής αμερικανός κινηματογραφιστής Λούις Ψυχογιός κέρδισε το όσκαρ για το συγκλονιστικό ντοκυμαντέρ The Cove» φωτογραφίζοντας κρυφά την ετήσια ομαδική σφαγή των δελφινιών σε όρμο της Ιαπωνίας. Το ελληνικό σινεμά υπήρξε παρόν στα βραβεία Όσκαρ από τα πρώτα χρόνια τους, με ποικίλους τρόπους. Το ίδιο και η μουσική του.
Το ξεκίνημα για τα ελληνικά Όσκαρ ήλθε το 1943, εν μέσω του πολέμου με την απονομή του βραβείου Β’ γυναικείου ρόλου στην ηθοποιό Κατίνα Παξινού για το ρόλο της Ισπανίδας Πιλάρ στην αντιπολεμική ταινία του Έρνεστ Χέμινγουεη «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» (For Whom the Bell Tolls), με πρωταγωνιστές τον Γκάρυ Κούπερ και την Ίγκριντ Μπέργκμαν. Το 1960, η Μελίνα Μερκούρη ήταν υποψήφια για το βραβείο Α΄γυναικείου ρόλου στην ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», το οποίο όμως έχασε από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ για την ταινία Butterfield 8. Ο Ζυλ Ντασέν είναι υποψήφιος για τα βραβεία σκηνοθεσίας και σεναρίου για την ίδια ταινία πάντα, ενώ μία τέταρτη υποψηφιότητα κερδίζουν τα κοστούμια της Ντένης (Θεώνη) Βαχλιώτη. Το 1962, η ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ηλέκτρα» είναι υποψήφια για το βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, το οποίο χάνει από τη γαλλική ταινία «Les Dimanches de Ville d'Avray» του Serge Bourguignon. Το 1963, η ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη «Τα κόκκινα φανάρια» κερδίζει μία υποψηφιότητα για το όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, το οποίο όμως χάνει από το «8½» του Φρεντερίκο Φελίνι.
Το 1965, ο σκηνογράφος Βασίλης Φωτόπουλος κερδίζει το Όσκαρ για τα σκηνικά και την καλλιτεχνική διεύθυνση του «Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη. Ο Φωτόπουλος είχε κάνει και τα σκηνικά της ταινίας του Ελία Καζάν «Αμέρικα, Αμέρικα» (1962), αλλά τελικά μπήκε μόνο το όνομα του Αμερικανού Τζιν Κάλαχαν. «Ποιος θα πιστέψει πως ένας Έλληνας έφτιαξε τέτοια σκηνικά;» είχε πει τότε ο Καζάν στο Φωτόπουλο. Ο «Ζορμπάς» κερδίζει ακόμη το βραβείο Β’ γυναικείου ρόλου που απονέμεται στην ηθοποιό Λίλα Κέντροβα, καθώς και το όσκαρ φωτογραφίας που δίνεται στον Γουόλτερ Λάσαλι. Ο ίδιος ο Μιχάλης Κακογιάννης είδε ακόμη μία ταινία του, την «Ιφιγένεια», το 1977 να είναι υποψήφια για το βραβείο καλύτερης ταινίας. Την ίδια χρονιά, το 1965 δηλαδή, μία ακόμη ελληνική ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη, το φιλμ «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» είναι υποψήφια για το όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.

Το 1969, η ταινία «Ζ» σε σκηνοθεσία του Κώστα Γαβρά, βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού για τα γεγονότα της δολοφονίας του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, κερδίζει το βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, καθώς και το βραβείο μοντάζ στο Φρανσουά Μπονό, ενώ είναι υποψήφια για τρία ακόμη όσκαρ, αυτά της σκηνοθεσίας, της καλύτερης ταινίας και του διασκευασμένου σεναρίου. Ο ίδιος ο Κώστας Γαβράς κέρδισε το 1972 το χρυσό αγαλματάκι για το σενάριο της ταινίας του «Ο αγνοούμενος».
Υπήρξαν κι άλλα βραβεία κι άλλες υποψηφιότητες, ελληνοαμερικανικές αυτή τη φορά. Οπως τα δύο όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας του Ελία Καζάν (Ηλίας Καζαντζόγλου) για τις ταινίες «Συμφωνία κυρίων» (1947) και «Το λιμάνι της αγωνίας» (1954), το όσκαρ β’ ανδρικού ρόλου του Τζορτζ Τσακίρη στην ταινία «West Side Story» τα τρία όσκαρ του ηθοποιού και σκηνοθέτη Τζων Κασσαβέτη και πολλά ακόμη. Ανάμεσα σε όλα τα παραπάνω, ένα τραγούδι και μία μουσική ανέβηκαν μία φορά το καθένα, το πιο ψηλό σκαλοπάτι των βραβείων όσκαρ κι έμελλε όχι απλώς να βραβευτούν μα και να στιγματίσουν τη διεθνή μουσική σκηνή. Κυρίες και κύριοι, the Oscar goes to …


Μάνος Χατζιδάκις: Τα παιδιά του Πειραια (1960)
 
Το 1960, η Ακαδημία Κινηματογράφου απονέμει το Όσκαρ καλύτερο πρωτότυπου τραγουδιού στο Μάνο Χατζιδάκι για το τραγούδι του «Τα παιδιά του Πειραιά», δικών του στίχων επίσης, με την ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη, που ακουγόταν στην ταινία του Ζυλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή». Το συγκεκριμένο βραβείο αφορά τραγούδια που έχουν γραφτεί ειδικά για τις ανάγκες μιας ταινίας και απονέμεται στο συνθέτη και το στιχουργό του, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Τα «Παιδιά του Πειραιά» ήταν το πρώτο τραγούδι σε άλλη γλώσσα πλην της αγγλικής που έλαβε τη διάκριση αυτή.
Είναι γεγονός πως τη δόξα πολλοί καλλιτέχνες εμίσησαν. Το Όσκαρ ... ουδείς. Ή καλύτερα, για να ακριβολογούμε, λίγοι. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Μάνος Χατζιδάκις. Ο συνθέτης ποτέ επί της ουσίας δεν κατάφερε να τα βρει με το χρυσό αγαλματίδιο. Σχεδόν το αφόρισε, σίγουρα το έβγαλε από την καρδιά και τη σκέψη του, ενώ κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά το πέταξε και από το σπίτι του. Είναι άλλωστε πια γνωστή η ιστορία του εν λόγω, πολύπαθου αγαλματιδίου. Ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις, δεν παρευρέθηκε στην απονομή, δηλώνοντας αντίθετος στο θεσμό και τη σημασία του. Το αγαλματίδιο του στάλθηκε από την Ακαδημία αλλά στο δρόμο χάθηκε ή εκλάπη. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις αναγκάστηκε κάποια στιγμή να συμφιλιωθεί με το βραβείο και να αποδεχθεί μία φωτογράφηση με το όσκαρ ανά χείρας, για την οποία όμως, μη έχοντας το δικό του, δανείστηκε αυτό της Κατίνας Παξινού. Η Ακαδημία υποχρεώθηκε να φτιάξει αργότερα και να στείλει νέο αγαλματίδιο, στο οποίο χαράχθηκε το όνομά του. Μερικά χρόνια αργότερα, η οικονόμος του σπιτιού παρατήρησε αδικαιολόγητο βάρος σε ένα σάκο απορριμάτων και τότε η αδελφή του συνθέτη Μιράντα, ίσως υποψιασμένη ήδη, έψαξε το συγκεκριμένο σάκο για να βρει μέσα σε αυτόν το αγαλματίδιο. Το πήρε και το φύλαξε για πολλά χρόνια στο δικό της σπίτι.
Ο κ. Γιώργος Χατζιδάκις, θετός γιος του συνθέτη, διηγείται στο συντάκτη της εφημερίδας «Το Βήμα» Γιώργο Σκίντσα (άρθρο στο Βήμα της Κυριακής, 3-2-2008) μία ακόμη ιδιαίτερη σχετική ιστορία. Λέει πως, εν έτει 1963 ο Μάνος Χατζιδάκις έτρωγε σε εστιατόριο του Παρισιού μαζί με τη Μαρία Κάλλας. Κάποια στιγμή ήρθαν από πάνω τους τέσσερις μουσικοί που έπαιζαν τα «Παιδιά του Πειραιά». Η Μαρία Κάλλας, ως δείγμα φιλοφρόνησης προς το πρόσωπό του, άρχισε να το τραγουδά με αποτέλεσμα, όπως ήταν φυσικό, όλο το εστιατόριο να γυρίσει να την ακούσει. Οταν τελείωσε το τραγούδι, ο Μάνος Χατζιδάκις έσκυψε και της είπε στο αυτί: «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου θα τραγουδούσε τόσο μέτρια αυτό το μέτριο τραγούδι». Γράφει ο κ. Σκίντσας: «Και, φυσικά, αυτό το είπε όχι για να την προσβάλει αλλά για να υπογραμμίσει με τον δικό του ξεχωριστό χιούμορ, όπως υπογραμμίζει ο κ. Γ. Χατζιδάκις, ότι «αυτή η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου υπέκυψε στη διάσημη ασημαντότητα του συγκεκριμένου τραγουδιού» όπως το θεωρούσε ο ίδιος.»
Για το ίδιο θέμα, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γράφει: «Παρίσι 1961, αργά κάποια νύχτα. Τον συνάντησα όλως τυχαίως σ’ ένα καφενείο στα Ιλίσσια. Είχε πάρει το Όσκαρ τραγουδιού, είχε γίνει διεθνώς γνωστός, οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες του κόσμου τον ήθελαν δικό τους… Ήταν ολομόναχος, κάτι που δεν το συνήθιζε. Απόρησα και του είπα πως δεν θα ‘θελα να του χαλάσω τη μοναξιά. Απάντησε πως χάρηκε που βρέθηκα εκεί• “φτάνει η μοναξιά“. Κι αμέσως μετά άρχισε να μου εξομολογείται ότι “περνά τις χειρότερες μέρες της ζωής του… Ούτε Όσκαρ ήθελε, ούτε διεθνείς επιτυχίες, ούτε τίποτα… Τα περιφρονεί και τα μισεί όλα, του είναι ξένα, δεν είναι ο εαυτός του… Και αυτό το τραγούδι που χαλάει τον κόσμο, τον ενοχλεί“.

Και συνεχίζει: «Θα πίστευα πως είναι μόνο ένα ξέσπασμα, μια κατάσταση κρίσης περαστικής εάν δεν ήταν μια ομολογία εκ βαθέων και έως δακρύων. Αρκετά χρόνια αργότερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Μελίνα θριαμβεύει με το μιούζικαλ του Ντασέν «Ίλια ντάρλινγκ», με μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Ήμουν κι εγώ εκεί. Μεγάλη παραγωγή του Μπρόντγουεϊ και του Χόλιγουντ, διευθυντές δισκογραφικών εταιρειών ζητούν να τον συναντήσουν. Αρνείται. Τελικά κλείνει ένα ραντεβού με τους πιο σημαντικούς. Το ραντεβού είναι για κάποιο πρωί στις 11. Ο Μάνος λέει στη μαμά του που την είχε μαζί, να τον ξυπνήσει στη μία. Όταν μετά του είπαν ότι είναι τρελός, πως με αυτό που έκανε αυτοκτόνησε για τον εκτός Ελλάδος μουσικό κόσμο, απάντησε με θεία γαλήνη και με το σοφό του χαμόγελο πως “ήταν ό,τι πιο σωστό και δημιουργικό είχε κάνει ως τότε στη ζωή του”». (απόσπασμα από το βιβλίο «Μάνος Χατζιδάκις: Ψηφίδες μνήμης», αναδημοσίευση στην εφημερίδα «Τα Νέα», φύλλο 17.6.2004 )

Στο καφέ Ζόναρς, με αφορμή ένα γαλλικό ντοκιμαντέρ για τη Μελίνα, εξελίσσεται η τελευταία δημόσια κοινή εμφάνιση του Μάνου Χατζιδάκι με τη Μελίνα Μερκούρη. Το υλικό αυτό, που περιλαμβάνει ηχητικό και οπτικό, τραγούδια και πολλές φωτογραφίες θα κυκλοφορήσει από το Σείριο και με τη βοήθεια του ιδρύματος «Μελίνα Μερκούρη» το 2004 με τον τίτλο «Η Μελίνα του Μάνου» και είναι μία έκδοση που αξίζει να κοσμεί μία δισκοθήκη. Στη συνάντηση εκείνη ο Χατζιδάκις υποδέχεται τη Μελίνα φιλώντας της το χέρι κι εκείνη του απαντά «Σ’ έχω περιμένει μια ζωή». Πίνοντας καφέ ξεδιπλώνουν αναμνήσεις και γεγονότα μιας κοινής ζωής και πορείας. Ανάμεσα στα άλλα περιεχόμενα της έκδοσης αυτής, στο μοναδικό ηχητικό ντοκουμέντο που περιέχεται εξελίσσεται κι ένας ενδιαφέρον και ιδιαίτερος διάλογος που αφορά το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά».
 
Μελίνα Μερκούρη: Θα ‘θελα πάντα να σε ρωτήσω, γιατί έχεις μία άποψη για ένα τραγούδι. Κι αυτό είναι βέβαια «Τα παιδιά του Πειραιά».
Μάνος Χατζιδάκις: Αρνητική άποψη.
Μελίνα Μερκούρη: Γιατί και οι δύο μας έχουμε μία διαφορετική άποψη.
Μάνος Χατζιδάκις: Να σου πω. Να τα πάρουμε τα πράγματα όπως γίναν. Εσύ κι ο Ντασέν κάνατε το «Ποτέ την Κυριακή».

Μελίνα Μερκούρη: Κι οι τρεις μας το κάναμε.
Μάνος Χατζιδάκις: Πριν μπω εγώ στο παιχνίδι, σας είχαν τελειώσει εντελώς τα χρήματα ...
Μελίνα Μερκούρη: Όπως πάντα ...
Μάνος Χατζιδάκις: Ναι. Δεν είχατε τρόπο να συνεχιστεί αυτή η ιστορία. Και με φωνάζετε να κάνω τη μουσική. Εγώ ανταποκρίνομαι στο γεγονός και γράφω τη μουσική σα συνθέτης. Κάναμε ένα τραγούδι γιατί ήταν ταιριαχτό για τη σκηνή εκείνη που έπρεπε. Από εκεί και πέρα, αυτή η μεγάλη επιτυχια, με τα διαφορετικά λόγια, με το «ένα καράβι έρχεται» (σσ:. Ετσι έλεγαν το «Παιδιά του Πειραιά» στη Γερμανία), μετά δεν ξέρω τι, το «Ποτέ την Κυριακή» στα αγγλικά, δε μου ανήκει και δε θέλω να έχω καμμία σχέση. Είναι κάτι πέρα από τις προθέσεις μου. Και μάλιστα πιστεύω ότι η επιτυχία του στις Κάννες τιο 61, αν δεν απατώμαι, κι αυτό έγινε ένα είδος τραγούδι με αυτά που έχουν στη Χαβάη, ένα τραγούδι τέλος πάντως πέρα από την ταινία, πέρα από τη συγκίνηση, που μπορούσε ο κάθε τύπος να το λέει σε οποιοδήποτε καμπαρέ. Δεν είναι η αξία αυτή. Μου στέρησε τη δυνατότητα να έχω τη σωστή επαφή με τον κόσμο. Κι ο κόσμος για ένα μεγάλο διάστημα εισέπρατε κάτι που ήταν απέξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα.
Μελίνα Μερκούρη: Ωραία αυτό το παιδί είναι ορφανό από πατέρα, από μπαμπά, αλλά έχει μια μάνα!
Μάνος Χατζιδάκις: Χαίρομαι ... και σε συγχαίρω γι΄αυτή την υιοθεσία που έκανες!

Τέλος, ο ίδιος ο Χατζιδάκις θα πει και θα γράψει: «Και το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Oscar που πήρα ερήμην μου και έξω από τα δικά μου σχέδια. Πάλεψα χρόνια για να αφαιρέσω αυτό τον "τίτλο τιμής" από την πλάτη μου.»
Το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» έχει πουλήσει από το 1960 που πρωτοκυκλοφόρησε πάνω από εκατό εκατομμύρια αντίτυπα. Είναι ένα από τα πιο πολυμεταφρασμένα τραγούδια, έχοντας γνωρίσει διασκευές που ξεπερνούν τις 130, στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου και έχοντας τραγουδηθεί από διάσημους ερμηνευτές και παιχθεί από διάσημες ορχήστρες. Το 1987 το τραγούδι βραβεύτηκε στο Αμβούργο ως ένα από τα δέκα εμπορικότερα τραγούδια του 20ου αιώνα. 


Βαγγέλης Παπαθανασίου: Οι δρόμοι της φωτιάς (1982)
 
Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο διεθνής Vangelis είναι ένας ακόμη Έλληνας συνθέτης, αυτοδίδακτος επί της ουσίας που ξεπέρασε νωρίς τα σύνορα της χώρας μας. Το 1982 ο Βαγγέλης Παπαθανασίου κερδίζει το Όσκαρ για τη πρωτότυπη μουσική της βρετανικής ταινίας «Οι δρόμοι της φωτιάς» (Chariots of Fire), σε σκηνοθεσία Χιου Χάνσον. Το θέμα της ταινίας, παρμένο από αληθινή ιστορία, αφορά δύο ερασιτέχνες δρομείς που βάζουν ως στόχο να κερδίσουν, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Παρισιού το 1924. Ο Χάρολντ Έιμπραχαμς από τη μία, Εβραίος στην καταγωγή, θέλει με τη νίκη του να δώσει ένα μήνυμα κατά του ρατσισμού, ενώ από την άλλη ο θεολόγος Έρικ Λίντελ θεωρεί πως το χάρισμα της ταχύτητας που διαθέτει είναι θεόσταλτο και θέλει να τιμήσει το Θεό για αυτό. Η ταινία εκτός αυτού της μουσικής κερδίζει τρία ακόμη βραβεία, αυτά της σκηνοθεσίας, του σεναρίου και των κοστουμιών.

Η εμβληματική μουσική του Παπαθανασίου, έπαιξε αναμφιβολα το σημαντικό της ρόλο της στην ταινία, δίνοντας της ώθηση και βοηθώντας να περάσει προς τα έξω τα όντως όμορφα μηνύματα περί αθλητικού ιδεώδους που στις μέρες μας έχουμε σχεδόν ξεχάσει. Πολύ γρήγορα ταυτίστηκε με τον αθλητισμό και ιδιαίτερα με την ευγενή άμιλλα και το αθλητικό πνεύμα για να γίνει κατόπιν η αγαπημένη μουσική αθλητικών εκπομπών και αθλητικών διοργανώσεων.
Ιδιαίτερο παρασκήνιο για το Όσκαρ αυτό, δεν υπάρχει. Τα πράγματα εδώ κύλησαν πιο φυσιολογικά από ότι στην περίπτωση Χατζιδάκι. Ωστόσο, παρά την ήδη γνωστή υποψηφιότητά του, ο ίδιος ο συνθέτης ποτέ δεν πίστεψε πως μπορούσε να κερδίσει το βραβείο. Έτσι, δεν παρευρέθηκε στην απονομή. Το έμαθε τηλεφωνικά από φίλο του που τον ξύπνησε και του ανακοίνωσε τη νίκη του.

Αυτές λοιπόν, ήταν οι ελληνικές και ειδικότερα οι δύο μουσικές παρουσίες της χώρας μας, με την κατάληξη την οποία είχαν, στα βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Είπα και στην αρχή πως η εκθαμβωτική λάμψη της φτιαγμένης από σωρό από γκλαμουριά, celebrities και μπόλικο lifestyle τελετής της απονομής, το παρασκήνιο που στήνεται γύρω από αυτή και τα σημεία των καιρών μας, στερούν κάτι από την αξιοπιστία της ουσίας τους, που δεν είναι άλλα από το ταλέντο, η πρωτοτυπία, η αισθητική και τόσα άλλα και θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξία των βραβείων. Είναι σίγουρα πως πολλά βραβεία αντί με το μάτι στην οθόνη δίνονται με το βλέμμα στο κοντινό ή μακρινό επενδυτικό μέλλον. Άλλες φορές πάλι, ένα εθνικό, πολιτικό, κοινωνικό, πατριωτικό ή άλλο μήνυμα που αποπνέει ένα φιλμ, κλέβει άθελά του την παράσταση, τονώνοντας με τον τρόπο του ακόμη και τα αδύναμα σημεία μιας ταινίας, των ηθοποιών της, του σκηνοθέτη, του σεναριογράφου ή της μουσικής της. Υπάρχουν πολλές παράμετροι που αγκαλιάζουν τη διοργάνωση αυτή και που χτίζουν το προφίλ της, τόσο για τους θιασώτες αυτών όσο και για τους επικριτές τους. Ωστόσο, η ιστορία γράφεται μία φορά, αλλά διαβάζεται, κρίνεται και αξιολογείται πάντα. Μα θα μου πείτε, η ιστορία έτσι κι αλλιώς έγραψε με ανεξίτηλη χρυσή γραφή την Παξινού, το Χατζιδάκι, το Γαβρά, το Φωτόπουλο, τον Καζάν, τον Παπαθανασίου, τη Μελίνα, το Ντασέν και άλλους γι΄αυτό που είχαν μέσα τους να δώσουν, κι αυτό που έδωσαν, κι αυτό που πήραμε εμείς, κι αυτό που έμεινε και που δεν είναι ένα χρυσό Οσκαρ. Ναι, θα συμφωνήσω απόλυτα. Δεν γράφει το βραβείο Όσκαρ την ιστορία. Ας είναι ωστόσο το χρυσό αγαλματίδιο κάθε Φλεβάρη ή Μάρτη, που θα μας τη θυμίζει.


www.e-orfeas.gr 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου