Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Από τα ταμπλόιντ στην όπερα

                         ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΒΩΛΟΥ

Πως θα μας φαινόταν άραγε εάν η Λυρική Σκηνή ή το Μέγαρο παράγγελναν μια νέα όπερα με θέμα βγαλμένο κατ' ευθείαν από τις πικάντικες σελίδες των ελληνικών ταμπλόιντ;

Τι θα λέγαμε για ένα λυρικό έργο με πρωταγωνίστρια τη Ζωζώ Σαπουντζάκη, «βασίλισσα της νύχτας» των 60s την εποχή της Πειραϊκής Πατραϊκής; Ακόμα καλύτερα: τι άποψη θα είχαμε για μια όπερα με θέμα την εξωσυζυγική σχέση του Ανδρέα Παπανδρέου με την μελλοντική, τρίτη σύζυγό του την εποχή του «βρόμικου» '89; Και, γιατί όχι, ένα έργο που θα εστιάζει στην πρόσφατη ιστορία του Τόλη Βοσκόπουλου, της Τζούλιας Παπαδημητρίου και της Αντζελας Γκερέκου ως εκρηκτικό κοκτέιλ φτιαγμένο από glamour αθηναϊκής νύχτας, ερωτική εκδίκηση, και παραίτηση από υπουργικό θώκο λόγω φοροδιαφυγής; Σίγουρα οι σοβαροί φίλοι της όπερας θα έφριτταν. Μια άλλη μερίδα κοινού όμως θα αγαλλιούσε βλέποντας το τσιμπούσι του μιντιακού κανιβαλισμού να κερδίζει ορατότητα ανεβαίνοντας από τα ταμπλόιντ στα ευγενή σανίδια της Τέχνης. Καλώς ή κακώς, τίποτε από αυτά δεν θα επιβεβαιωθεί διότι μάλλον δεν πρέπει να περιμένουμε τέτοιες παραγγελίες. Αλλού, όμως, σε τόπους που έχουν κάνει με συνέπεια τις διαδρομές τους στον πολιτισμό δίχως ν' αφήνουν κενά πίσω, τα πράγματα μπορεί να είναι τελείως διαφορετικά.

Αφορμή για τις σκέψεις προσφέρει το παράδειγμα της Βασιλικής Οπερας του Κόβεντ Γκάρντεν, όπου και η «Αν Νικόλ», η καινούρια όπερα του 50χρονου Μαρκ-Αντονι Τέρνεϊτζ, που άντλησε από την αληθινή ιστορία του διάσημου πρώην μοντέλου και τηλεοπτικής περσόνας από το Τέξας. Η Αν Νικόλ Σμιθ είχε ως πρότυπο τη Μέριλιν Μονρόε, διέθετε προϋπηρεσία σε στριπτιζάδικο του Χιούστον, έκανε εμφυτεύματα στο στήθος και είχε απολαύσει μεγάλη δημοσιότητα ποζάροντας για το περιοδικό «Playboy» τον Μάιο του 1992. Στα 27 της, το 1994 γνώρισε και παντρεύτηκε τον 89χρονο δισεκατομμυριούχο Τζον Χάουαρντ Μάρσαλ Β'. Εναν χρόνο αργότερα έμεινε χήρα, αλλά δυστυχώς γι' αυτήν δεν μπόρεσε να βάλει χέρι στην κολοσσιαία κληρονομιά: όπως ήταν αναμενόμενο, ο προγονός της, γιος του υπερήλικα συζύγου από προηγούμενο γάμο, ήγειρε επίσης αξιώσεις επί της πατρικής περιουσίας. Η δικαστική διεκδίκηση τραβούσε ήδη σε μάκρος, όταν το 2007 η Νικόλ βρέθηκε νεκρή από υπερβολική δόση ναρκωτικών ακριβώς όπως το άτυχο είδωλό της, ενώ πιο πρόσφατα, ο δικηγόρος της, που είχε κατηγορηθεί ως ύποπτος για το θάνατό της, αθωώθηκε.


Σε πρόσφατη συνέντευξη, ο άγγλος συνθέτης διευκρίνισε ότι αντιμετώπισε τη «φριχτή αλλ' όχι θλιμμένη» ιστορία της ηρωίδας του με συμπάθεια, προτείνοντας ένα έργο όπου, παρά την τραγική απόληξη, κυριαρχεί το χιούμορ! Το γεμάτο κωμικές καταστάσεις πρώτο μισό εκτυλίσσεται ως flash-back στον πρότερο, ελαφρύ βίο της Νικόλ, ενώ το δεύτερο αποτυπώνει την πτώση και το μοιραίο τέλος, καθώς αυτή γλιστρά στην ακρότητα και την υπερβολή. Η φωνητική γραφή προβλέπει τραγουδιστές όπερας, ενώ η μουσική κινείται στο γνωστό, ερεθιστικά υβριδικό ύφος του συνθέτη, με αναφορές στην τζαζ, στο ροκ -προβλέπεται συμμετοχή του παλιού μπασίστα των Led Zeppelin!- αλλά κυρίως στον χυμώδη μελωδισμό του Πουτσίνι.

Αραγε θα πείσει η νέα όπερα το λονδρέζικο κοινό; Και αν ναι, γιατί; Τι καθιστά μια όπερα σύγχρονη; Απλώς το ότι γράφεται σήμερα, ένα θέμα παρμένο από την πολιτική ή κοινωνική επικαιρότητα ή μια μελοποίηση σε σύγχρονη μουσική γλώσσα; Και τι είναι αυτό που μπορεί να εγγυηθεί τη μόνιμη θέση της στο βασικό ρεπερτόριο; Ερωτήσεις ουσιαστικές, που οι συνθέτες όπερας θέτουν και ξαναθέτουν στον εαυτό τους με ανανεούμενη έγνοια από την μακρινή εποχή του Μοντεβέρντι έως σήμερα. Πάντως, τον τελευταίο μήνα τα διεθνούς κυκλοφορίας περιοδικά όπερας και βεβαίως σύσσωμος ο αγγλικός τύπος ασχολούνται αδιάκοπα με την «Αν Νικόλ», το δε σύντομο διαφημιστικό φιλμάκι στο site της Βασιλικής Οπερας του Κόβεντ Γκάρντεν -μπορείτε να το δείτε στο http://www.roh.org.uk/!- αποτελεί υπόδειγμα σύγχρονου πολιτιστικού marketing, αδιανόητο στα καθ' ημάς πουριτανικά ιδρύματα.

Οσο κι αν ξαφνιάζει στην Ελλάδα, η περίπτωση της «Αν Νικόλ» δεν είναι καινούρια: ειδικά στον αγγλοσαξονικό χώρο με την υπερτροφική κουλτούρα του κουτσομπολίστικου κοινωνικού σχολιασμού, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν προηγηθεί αρκετές όπερες αντίστοιχης ή συναφούς θεματικής. Σχεδόν όλες είναι επικεντρωμένες σε διάσημες δημόσιες προσωπικότητες οι οποίες, αφού πρώτα λατρεύτηκαν, στη συνέχεια κατασπαράχτηκαν από τα αδηφάγα μίντια. Την αυλαία είχε σηκώσει ο ίδιος ο Τέρνεϊτζ με το πρωτόλειό του, το περίφημο «Greek» (Μόναχο 1988), μια σύγχρονη μεταφορά της τραγωδίας του Οιδίποδα (προσ)γειωμένη στο μεσοαστικό αγγλοσαξονικό περιβάλλον των 80s. Ομως, ασυζητητί διασημότερος πρόδρομος είναι η όπερα-καμπαρέ του τρομερού παιδιού της βρετανικής μουσικής, Τόμας Αντές, «Πούδραρε το πρόσωπό της» (Λονδίνο, 1995). Πρόκειται για μια σουρεαλιστική συρραφή επεισοδίων flash-back από τον διαβόητα έκλυτο βίο της Δούκισσας του Αρτζιλ, Μαργαρίτας, κατά τη δεκαετία του '60. Το έργο προκάλεσε αίσθηση διότι, μεταξύ άλλων ανεκδιήγητων, περιλαμβάνει την πρώτη σκηνή στοματικού έρωτα στην ιστορία της όπερας, στην οποία η πρωταγωνίστρια τραγουδά με το στόμα... μπουκωμένο.

Αντίστοιχα αβάσταχτης ελαφρότητας είναι η «Τζάκι Ο» (1997, Χιούστον) του Μάικλ Ντόερτι. Ως επίκεντρό της έχει τη «μυθική» προσωπικότητα της Τζάκι -εδώ καρτουνίστικα μονοδιάστατη- παρουσιασμένη μέσα από γουορχολικά επιχρωματισμένες πτυχές της σχέσης της με τον Ωνάση, ενώ στο φόντο παρελαύνουν όλες οι αναπόφευκτες θεότητες των αδηφάγων ταμπλόιντ των 60s: Μαρία Κάλλας, Τζ. Φ. Κένεντι, Αριστοτέλης Ωνάσης, Αντι Γουόρχολ.

Βεβαίως, οι παραπάνω απλώς ακολούθησαν δρόμους που άνοιξαν άλλοι πολύ νωρίτερα. Στην «Παραστρατημένη» («Τραβιάτα», 1853) ο Βέρντι διασκευάζει σε όπερα την «Κυρία με τις καμέλιες» (1852) του Δουμά υιού, που με την σειρά του είχε δραματοποιήσει την ιστορία της Μαρί Ντιπλεσί (1824-1847), διάσημης εταίρας της εποχής του, με την οποία μάλιστα είχε συζήσει. Παρ' ότι η λογοκρισία υποχρέωσε αμφοτέρους να «προχρονολογήσουν» τις αφηγήσεις τους κατά... εκατό χρόνια, συγγραφέας και συνθέτης ταυτίστηκαν στο ενδιαφέρον τους να θίξουν ένα καυτό θέμα από το οικείο τους κοινωνικό παρόν: την άνθηση της πορνείας στο Παρίσι της ακμάζουσας βιομηχανικής επανάστασης.

Από τους νεότερους επιγόνους ασφαλώς ξεχωρίζει η «Λούλου» (1935) του Αλμπαν Μπεργκ, όμοια κυνική και τραγική ιστορία μιας Αν Νικόλ των αρχών του 20ού αιώνα, που συνθλίβεται στα γρανάζια της γκαζωμένης κοινωνικής κρεατομηχανής του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου. Η απόσταση που χωρίζει τις δύο ηρωίδες ασφαλώς μετριέται περισσότερο σε αλλαγή βάθους οπτικής παρά σε χρόνια, όμως το θέμα παραμένει ουσιαστικά ίδιο. Μόνο που την ερμητική, υψηλής αισθητικής μουσική του Μπεργκ αντικαθιστά εδώ η αριστοτεχνική μετανεωτερική αποδιοργάνωση της μουσικής γλώσσας από τον Τέρνεϊτζ.

Από τη χαρακτηριστικά μεταμοντέρνα συνάντηση όπερας-παρόντος δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι σοβαρές εκδοχές όπου ρίχνει βαριά σκιά η Ιστορία. Μοναχικό, ασυναγώνιστη υπεροχής αριστούργημα προβάλλει η πασίγνωστη πλέον όπερα «Ο Νίξον στην Κίνα» (1987) του αμερικανού μινιμαλιστή Τζον Ανταμς. Το 2007 είχαμε την απροσδόκητη τύχη να την απολαύσουμε και στην Αθήνα, ενώ στη νεοϋορκέζικη Μητροπολιτική Οπερα πρωτοπαρουσιάζεται μόλις εφέτος.

Στον «Αϊνστάιν στην ακρογιαλιά» (1976) και στη «Σατιαγκράχα» (1980), όπου εκτυλίσσεται η ζωή του Μαχάτμα Γκάντι, ο Φίλιπ Γκλας χτίζει σύγχρονα μουσικά πορτρέτα δύο ανθρώπων που με τις ιδέες τους άλλαξαν τον κόσμο. Παρ' ότι έγινε ευρύτερα γνωστή μόλις πέρυσι, η όπερα του Πολωνοεβραίου Μιετσισλάβ Βάινμπεργκ «Η επιβάτισσα» (1968) φέρνει για πρώτη -ίσως και τελευταία φορά- στην οπερατική σκηνή το ζοφερό τόπο των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ακόμη τολμηρότερος, στην «Ζωή με έναν ηλίθιο» (1992) ο κορυφαίος σοβιετικός μεταμοντέρνος Αλφρεντ Σνίτκε προτείνει μια διάφανη, δηλητηριώδη αλληγορία που καταγγέλλει την καταπίεση όσων έζησαν υπό το μόλις καταρρεύσαν σοβιετικό καθεστώς. Ολες αυτές οι όπερες συνιστούν επιτυχημένα παραδείγματα καινούριων έργων, που εκτός από δυνατό ιστορικό χρονισμό και θαυμαστή ισορροπία σύγχρονης σκηνικής δραματουργίας διαθέτουν -όπως και η «Λούλου»- μουσική με υπογραφή, που άγγιξε το κοινό. Αντίθετα: ποιος θυμάται σήμερα τον ανέμπνευστο «Καντάφι» του συγκροτήματος Asian Dub Collective (2006) ή τη μετριότατη όπερα που συνέθεσε ο πολύς Λορίν Μαζέλ επάνω στο «1984» του Οργουελ;

Επανερχόμενοι στα καθ' ημάς, μάταια θα αναζητούσαμε έστω μία όπερα σοβαρών μουσικοαισθητικών αξιώσεων -δηλαδή όχι δήθεν σοσιαλιστικού ρεαλισμού- εμπνευσμένη από την ελληνική πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα. Αραγε, ποιος έλληνας συνθέτης θα τολμούσε να πατήσει σ' αυτό το -και μουσικό- ναρκοπέδιο, αντλώντας θέμα από την ιστορική ήττα της αριστεράς, τις αγριότητες των πολιτικών εξοριών, τη δολοφονία του Λαμπράκη ή την υπόθεση της Κούνεβα; Ιδού μια ενδιαφέρουσα, διόλου ρητορική ερώτηση! Πάντως, όποιος νομίζει ότι η σύγχρονη όπερα εξαντλείται μόνο σε μιντιακούς κανιβαλισμούς και παιχνίδια μεταμφιέσεων με διάφανες πλαστικές περσόνες είναι γελασμένος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου