Όσοι άνθρωποι είναι δίγλωσσοι, δηλαδή χρησιμοποιούν συχνά, εκτός από την μητρική τους, μια δεύτερη ξένη γλώσσα, «γυμνάζουν» τον εγκέφαλό τους πολύ καλύτερα από ό,τι αν έλυναν σταυρόλεξα ή Σουντόκου, με αποτέλεσμα να καθυστερεί η εμφάνιση άνοιας ή Αλτσχάιμερ επί περίπου πέντε χρόνια.
Τα παραπάνω υποστηρίζει μια νέα καναδική επιστημονική έρευνα. Η μελέτη έρχεται να επιβεβαιώσει προηγούμενες έρευνες, οι οποίες έχουν συνδέσει την χρήση δεύτερης γλώσσας με την καλύτερη λειτουργία των νοητικών/γνωσιακών διαδικασιών μέχρι την προχωρημένη ηλικία.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια ψυχολογίας Έλεν Μπιάλιστοκ του πανεπιστημίου της Υόρκης του Τορόντο, που παρουσίασαν στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ένωσης για την Προώθηση της Επιστήμης (AAAS) τη σχετική μελέτη, η οποία είχε δημοσιευτεί πρόσφατα στο περιοδικό νευρολογίας “Neurology”, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο και τις βρετανικές «Γκάρντιαν», «Τέλεγκραφ» και «Ιντιπέντεντ», διαπίστωσαν ότι η εκ περιτροπής χρήση δύο γλωσσών στην καθημερινή ομιλία καθυστερεί την εκδήλωση των συμπτωμάτων των νευροεκφυλιστικών παθήσεων, παρέχοντας μεγαλύτερη εγκεφαλική προστασία σε όσους μιλάνε δύο γλώσσες σε σχέση με μόνο μία.
Οι ερευνητές μελέτησαν 228 ασθενείς που είχαν διαγνωστεί με άνοια ή Αλτσχάιμερ και συνέκριναν την πορεία της νόσου με τις γλωσσικές ικανότητες των ασθενών. Κατά μέσο όρο, όσοι μιλούσαν μόνο μια γλώσσα, είχαν για πρώτη φορά πάει στο νευρολόγο -εξαιτίας των πρώτων συμπτωμάτων τους- στην ηλικία των 71,4 ετών έναντι 75,5 των δίγλωσσων, ενώ οι μονόγλωσσοι είχαν αναφέρει σημαντικά συμπτώματα στην ηλικία των 75,4 έναντι 80 ετών των δίγλωσσων.
Η ωφέλεια της δεύτερης γλώσσας στην καθυστέρηση εκδήλωσης των συμπτωμάτων φαίνεται να είναι μάλιστα μεγαλύτερη από οποιοδήποτε φάρμακο έχει μέχρι σήμερα χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο του Αλτσχάιμερ. Για «δραματική καθυστέρηση» κατά τέσσερα έως πέντε χρόνια στην έναρξη των συμπτωμάτων έκανε λόγο η Μπιάλιστοκ, μια βελτίωση που καμία φαρμακευτική αγωγή δεν έχει ακόμα πετύχει.
Τα πειράματα δείχνουν ότι το όφελος για τον εγκέφαλο προκύπτει από την έξτρα νοητική προσπάθεια, την οποία καταβάλλει ο εγκέφαλος όσων μιλάνε δύο γλώσσες (ή και παραπάνω). «Είναι σαν να έχει κανείς ένα ρεζερβουάρ ασφαλείας στο αυτοκίνητό του. Όταν ξεμένει από καύσιμα, μπορεί να συνεχίσει να οδηγεί για περισσότερο χρόνο, επειδή έχει ακόμα αποθέματα βενζίνης», ανέφερε η υπεύθυνη της μελέτης.
Μεταξύ άλλων, οι δίγλωσσοι άνθρωποι βρίσκονται σε μια σχεδόν συνεχή εγκεφαλική «διαπραγμάτευση» για το ποια γλώσσα να χρησιμοποιήσουν κάθε στιγμή και αυτό λειτουργεί ευνοϊκά για τη νοητική υγεία τους. Σύμφωνα με τους ερευνητές, όσο πιο συχνή είναι η χρήση της δεύτερης γλώσσας ήδη από την παιδική ηλικία, τόσο πιο «εύπλαστος» γίνεται ο εγκέφαλος και τόσο μεγαλύτερη φαίνεται να είναι η ανθεκτικότητα των νευρώνων στη σταδιακή εκφύλισή τους.
Όπως αναφέρουν οι επιστήμονες, όχι μόνο η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας από τα παιδιά, ακόμα και αν στη συνέχεια δεν την χρησιμοποιούν σε τακτική βάση, μπορεί αργότερα να τα βοηθήσει, αλλά επίσης η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας από ένα μεσήλικα (στα 40, 50 ή και στα 60 χρόνια του) αποτελεί μια «πρόκληση» για τον εγκέφαλο και λειτουργεί αμυντικά κατά της απώλειας μνήμης. Πάντως διευκρίνισαν ότι η διγλωσσία ή η πολυγλωσσία δεν μπορεί να σταματήσει την εμφάνιση του Αλτσχάιμερ, ούτε κάνει τον άνθρωπο πιο έξυπνο.
Από την άλλη, σύμφωνα με μια άλλη ερευνήτρια, την Τζούντιθ Κρολ του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, η χρήση δύο γλωσσών κάνει τον άνθρωπο πιο αποτελεσματικό στην ταυτόχρονη εκτέλεση περισσότερων νοητικών εργασιών (αυτό που στη γλώσσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών λέγεται «multitasking»). Όπως είπε, οι έρευνές της ανατρέπουν την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η ταυτόχρονη χρήση δύο ή περισσότερων γλωσσών προκαλεί σύγχυση στον εγκέφαλο.
Τα παραπάνω υποστηρίζει μια νέα καναδική επιστημονική έρευνα. Η μελέτη έρχεται να επιβεβαιώσει προηγούμενες έρευνες, οι οποίες έχουν συνδέσει την χρήση δεύτερης γλώσσας με την καλύτερη λειτουργία των νοητικών/γνωσιακών διαδικασιών μέχρι την προχωρημένη ηλικία.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια ψυχολογίας Έλεν Μπιάλιστοκ του πανεπιστημίου της Υόρκης του Τορόντο, που παρουσίασαν στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ένωσης για την Προώθηση της Επιστήμης (AAAS) τη σχετική μελέτη, η οποία είχε δημοσιευτεί πρόσφατα στο περιοδικό νευρολογίας “Neurology”, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο και τις βρετανικές «Γκάρντιαν», «Τέλεγκραφ» και «Ιντιπέντεντ», διαπίστωσαν ότι η εκ περιτροπής χρήση δύο γλωσσών στην καθημερινή ομιλία καθυστερεί την εκδήλωση των συμπτωμάτων των νευροεκφυλιστικών παθήσεων, παρέχοντας μεγαλύτερη εγκεφαλική προστασία σε όσους μιλάνε δύο γλώσσες σε σχέση με μόνο μία.
Οι ερευνητές μελέτησαν 228 ασθενείς που είχαν διαγνωστεί με άνοια ή Αλτσχάιμερ και συνέκριναν την πορεία της νόσου με τις γλωσσικές ικανότητες των ασθενών. Κατά μέσο όρο, όσοι μιλούσαν μόνο μια γλώσσα, είχαν για πρώτη φορά πάει στο νευρολόγο -εξαιτίας των πρώτων συμπτωμάτων τους- στην ηλικία των 71,4 ετών έναντι 75,5 των δίγλωσσων, ενώ οι μονόγλωσσοι είχαν αναφέρει σημαντικά συμπτώματα στην ηλικία των 75,4 έναντι 80 ετών των δίγλωσσων.
Η ωφέλεια της δεύτερης γλώσσας στην καθυστέρηση εκδήλωσης των συμπτωμάτων φαίνεται να είναι μάλιστα μεγαλύτερη από οποιοδήποτε φάρμακο έχει μέχρι σήμερα χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο του Αλτσχάιμερ. Για «δραματική καθυστέρηση» κατά τέσσερα έως πέντε χρόνια στην έναρξη των συμπτωμάτων έκανε λόγο η Μπιάλιστοκ, μια βελτίωση που καμία φαρμακευτική αγωγή δεν έχει ακόμα πετύχει.
Τα πειράματα δείχνουν ότι το όφελος για τον εγκέφαλο προκύπτει από την έξτρα νοητική προσπάθεια, την οποία καταβάλλει ο εγκέφαλος όσων μιλάνε δύο γλώσσες (ή και παραπάνω). «Είναι σαν να έχει κανείς ένα ρεζερβουάρ ασφαλείας στο αυτοκίνητό του. Όταν ξεμένει από καύσιμα, μπορεί να συνεχίσει να οδηγεί για περισσότερο χρόνο, επειδή έχει ακόμα αποθέματα βενζίνης», ανέφερε η υπεύθυνη της μελέτης.
Μεταξύ άλλων, οι δίγλωσσοι άνθρωποι βρίσκονται σε μια σχεδόν συνεχή εγκεφαλική «διαπραγμάτευση» για το ποια γλώσσα να χρησιμοποιήσουν κάθε στιγμή και αυτό λειτουργεί ευνοϊκά για τη νοητική υγεία τους. Σύμφωνα με τους ερευνητές, όσο πιο συχνή είναι η χρήση της δεύτερης γλώσσας ήδη από την παιδική ηλικία, τόσο πιο «εύπλαστος» γίνεται ο εγκέφαλος και τόσο μεγαλύτερη φαίνεται να είναι η ανθεκτικότητα των νευρώνων στη σταδιακή εκφύλισή τους.
Όπως αναφέρουν οι επιστήμονες, όχι μόνο η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας από τα παιδιά, ακόμα και αν στη συνέχεια δεν την χρησιμοποιούν σε τακτική βάση, μπορεί αργότερα να τα βοηθήσει, αλλά επίσης η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας από ένα μεσήλικα (στα 40, 50 ή και στα 60 χρόνια του) αποτελεί μια «πρόκληση» για τον εγκέφαλο και λειτουργεί αμυντικά κατά της απώλειας μνήμης. Πάντως διευκρίνισαν ότι η διγλωσσία ή η πολυγλωσσία δεν μπορεί να σταματήσει την εμφάνιση του Αλτσχάιμερ, ούτε κάνει τον άνθρωπο πιο έξυπνο.
Από την άλλη, σύμφωνα με μια άλλη ερευνήτρια, την Τζούντιθ Κρολ του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, η χρήση δύο γλωσσών κάνει τον άνθρωπο πιο αποτελεσματικό στην ταυτόχρονη εκτέλεση περισσότερων νοητικών εργασιών (αυτό που στη γλώσσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών λέγεται «multitasking»). Όπως είπε, οι έρευνές της ανατρέπουν την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η ταυτόχρονη χρήση δύο ή περισσότερων γλωσσών προκαλεί σύγχυση στον εγκέφαλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου