Συνέντευξη του Πιερ Νταρντό και του Κριστιάν Λαβάλ
μετάφραση: Νικόλας Σεβαστάκης
Ισχυρίζεστε ότι ο νεοφιλελευθερισμός «πριν να είναι μια ιδεολογία ή μια οικονομική πολιτική είναι κυρίως και θεμελιωδώς μια ορθολογικότητα». Τι αποκαλείτε «ορθολογικότητα»;
Πιερ Νταρντό : Ο Φουκώ ορίζει την ορθολογικότητα της διακυβέρνησης ως μια κανονιστική λογική η οποία πρυτανεύει στη δραστηριότητα του κυβερνάν, με την έννοια της άμεσης αλλά επίσης της έμμεσης κυβέρνησης των ανθρώπων: της καθοδήγησής τους ώστε να φέρονται με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Η ορθολογικότητα δεν είναι η άσκηση ενός εξαναγκασμού, μιας καταπίεσης. Από αυτή την άποψη, ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα έπρεπε να ανάγεται μόνο στον τομέα της οικονομικής πολιτικής (οι ιδιωτικοποιήσεις, η απορρύθμιση), ούτε σε ένα καθορισμένο δόγμα (Φρήντμαν, Χάγιεκ) ούτε βεβαίως στους ηγέτες οι οποίοι προσηλυτίστηκαν στο δόγμα προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 (Ρήγκαν, Θάτσερ). Η νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα την οποία μελετούμε έχει μια πολύ ευρύτερη εμβέλεια και μπόρεσε να τεθεί σε εφαρμογή από κυβερνήσεις που ισχυρίζονται ότι είναι αριστερές.
Τι καθορίζει τη «νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα»;
Κριστιάν Λαβάλ : Ο τρόπος της είναι να οδηγεί τα υποκείμενα να δρουν σύμφωνα με τον τρόπο του ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, στο πεδίο της εκπαίδευσης: ο νεοφιλελευθερισμός επιχείρησε παρεμβάσεις ώστε τα άτομα να αναζητούν τη μεγιστοποίηση του ιδίου συμφέροντος εις βάρος κάθε ηθικής περίσκεψης. Η σημερινή αναδιοργάνωση του πανεπιστημίου εδράζεται, στο σύνολό της, σε μια κανονιστική λογική σύμφωνα με την οποία οι πρακτικές συμπεριφορές των ατόμων, των εργαστηρίων και των ιδρυμάτων οφείλουν να υπακούν αποκλειστικά στην αρχή του ανταγωνισμού. Ο Φουκώ έδειξε ότι οι πρώτοι φιλελεύθεροι στοχαστές, ιδίως ο Άνταμ Σμιθ και ο Άνταμ Φέργκιουσον, σκέφτονταν την αγορά σύμφωνα με μια λογική της ισοδυναμίας: ανταλλάσσουμε ένα αγαθό με ένα άλλο, και ο καθένας από εμάς επωφελείται. Ο νεοφιλελευθερισμός, από την πλευρά του, ξανασκέφτεται την αγορά σύμφωνα με τη λογική του ανταγωνισμού, επομένως της ανισότητας.
Από πότε μπορούμε να χρονολογήσουμε αυτή τη στροφή;
Π. Νταρντό : Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ο άγγλος φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ προτείνει να επεκτείνουμε τον Δαρβίνο και την έννοια της φυσικής επιλογής σε άλλα πεδία, κυρίως στο κοινωνικό. Ο Σπένσερ επιχειρεί μια φυσικοποίηση του κοινωνικού. Για αυτόν, ο ίδιος βασικός εξελικτικός νόμος, αυτός ο οποίος δίνει πλεονεκτήματα στους πλέον ικανούς, εφαρμόζεται σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Οι νεοφιλελεύθεροι δεν θέλουν καθόλου να τους αναφέρει κανείς τον Σπένσερ εξαιτίας του βιολογισμού του. Παρ’ όλα αυτά, σε εκείνον βρίσκουμε την ιδέα ότι η αγορά είναι ο ανταγωνισμός. Εκεί όμως που ο Σπένσερ διακρίνει έναν φυσικό μηχανισμό, οι νεοφιλελεύθεροι εκτιμούν ότι πρόκειται για ένα σύστημα που πρέπει να κατασκευάσουμε, απαιτούν δηλαδή μια ενεργό και συνεχή παρέμβαση του κράτους. Αυτή είναι ιδίως η οπτική των γερμανών εκφραστών του ordoliberalismus, των οπαδών ενός συντηρητικού φιλελευθερισμού με επίκεντρο τη θεσμική οχύρωση της δημοσιονομικής αυστηρότητας.
K. Λαβάλ : Όταν προς το τέλος του 19ου αιώνα ο φιλελευθερισμός γνωρίζει κρίση εμφανίζονται δύο ρεύματα: ένας φιλελευθερισμός που δικαιολογεί την παρέμβαση του κράτους σε μια οπτική σταθεροποιητική και αναδιανεμητική, ρεύμα του οποίου η πιο γνωστή φιγούρα είναι ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς. Και από την άλλη εμφανίζεται ο «νεοφιλελευθερισμός», ο οποίος ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 θα προτείνει την μετατροπή της ανταγωνιστικής αγοράς σε έσχατο σημείο αναφοράς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Μόνο που αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με την ενεργό συμμετοχή του κράτους. Φυσικά ο κεϋνσιανισμός θα θριαμβεύσει μεταπολεμικά. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα καταθέσει τα όπλα: οι γερμανοί θιασώτες του ordoliberalismus θα έχουν μια καθοριστική επίδραση στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση, αρχίζοντας από την Συμφωνία της Ρώμης καθώς αυτή προβλέπει την αρχή του «ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού». Ας πάψουμε να βλέπουμε τον νεοφιλελευθερισμό ως κύμα προερχόμενο από τις αγγλοσαξονικές χώρες. Πρέπει να φέρουμε στο φως την ευρωπαϊκή γενεαλογία του φαινομένου.
Με ποιον τρόπο ο νεοφιλελευθερισμός επιβάλλεται ως «ορθολογικότητα»;
Π. Νταρντό : Δεν υφίσταται κάποιο μυστικό σχέδιο για την προώθηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Το μοντέλο επωφελήθηκε ασφαλώς από την κρίση του κεϋνσιανισμού, όπως και ο κεϋνσιανισμός ευνοήθηκε από την κρίση του καπιταλισμού τον Μεσοπόλεμο. Τίποτα δεν έδειχνε ότι η αρχή του ανταγωνισμού θα έπαιρνε τα πρωτεία ως νέα παγκόσμια νόρμα. Η κωδικοποίησή της άλλωστε χρονολογείται μόλις από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 με την περίφημη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» η οποία καθορίζει τους νομισματικούς κανόνες και τις ρήτρες προϋπολογισμού που επιβάλλονται σε διάφορες χώρες ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Κ. Λαβάλ : Ο όρος κλειδί είναι εδώ: πειθαρχία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 οι διεθνείς εμπειρογνώμονες κάνουν μια συναγερμική διαπίστωση. Λένε: «η κατάσταση είναι ακυβέρνητη, υπάρχει έλλειμμα κοινωνικής πειθαρχίας». Είναι η περίοδος όπου ο Ραιημόν Μπαρ [σημαντικός πολιτικός της γαλλικής κεντροδεξιάς, Σ.τ.Μ.] προασπίζεται την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και τον σφικτό προϋπολογισμό. Είναι όμως και η στιγμή όπου εμφανίζεται η κατασκευή του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου με την έκθεση των ατόμων σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό, τις τεχνικές αξιολόγησης, την ενθάρρυνση του ιδιωτικού δανεισμού, την παρακίνηση μετατροπής του κάθε ατόμου σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Το άτομο είναι επιχειρηματίας του εαυτού του, ενδιαφέρεται για τη συσσώρευση και την επιτυχία, και γι’ αυτό είναι υπεύθυνο και επομένως ένοχο για την ενδεχόμενη αποτυχία του. Όλα αυτά τα σημεία έγιναν τα νέα ατομικά και κοινωνικά συμπτώματα τα οποία αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν ψυχαναλυτές και κοινωνιολόγοι.
Το νεοφιλελεύθερο υποκείμενο εκλαμβάνει ως ελευθερία αυτό που δεν είναι παρά ανταγωνισμός. Παρ’ όλα αυτά, δεν απολαμβάνει μια αυτονομία ζηλευτή σε σχέση με τις νόρμες που ίσχυαν πριν πενήντα χρόνια;
Κ. Λαβάλ : Απορρίπτουμε κάθε έννοια επιστροφής στην ηθική τάξη. Επιθυμούμε μάλιστα να μετατοπίσουμε το ερώτημα. Ο νεοφιλελευθερισμός, επιδιώκοντας να καταστήσει το υποκείμενο αποδοτικό/αποτελεσματικό σε κάθε τομέα και με κάθε τίμημα, θέτει ως έναν παράδοξο κανόνα μια αρχή του απεριόριστου. Αλλά αυτό το απεριόριστο, αυτή η έλλειψη ορίων αποκρύπτει ότι στην πραγματικότητα υπάρχει ένα όριο στην επιθυμία, όριο εξάλλου καθορισμένο από το Κεφάλαιο και την επιχείρηση. Το απεριόριστο το οποίο υπόσχεται ο νεοφιλελευθερισμός σε τίποτα δεν έχει να κάνει με την αυτονομία, το ίδιο όπως και η «νοητική διαχείριση των παθών» για την οποία μιλούν τα εγχειρίδια του μάνατζμεντ δεν συνιστά έναν «αυτοέλεγχο». Δεν πρέπει να βλέπουμε στο νεοφιλελεύθερο υποκείμενο ένα πλάσμα απελευθερωμένο από όλες τις αλυσίδες του. Αυτό το λάθος διαπράττουν από κοινού τόσο οι συντηρητικοί αντιμοντέρνοι όσο και οι θιασώτες της «νεωτερικότητας». Ό,τι αποκαλούμε «μηχανισμό της επίδοσης-απόλαυσης» [dispositif de performance-jouissance] είναι ένα σύστημα το οποίο ενεργεί εκ των έσω των υποκειμένων παραμένοντας, ωστόσο, ένας τρόπος κοινωνικής πειθάρχησης.
Μπορεί να υπάρξει ένας τρόπος του κυβερνάν, μια «ορθολογικότητα» της Αριστεράς;
Π. Νταρντό : O Φουκώ παρατηρούσε ότι όταν βρισκόταν στην εξουσία η Αριστερά υιοθετούσε είτε έναν φιλελεύθερο τρόπο του κυβερνάν είτε μια διακυβέρνηση διοικητική και γραφειοκρατική. Πρέπει να υπερβούμε αυτή την εναλλακτική. Μια αριστερή αρχή του κυβερνάν οφείλει να έχει ως σημείο αφετηρίας ότι το κοινό αγαθό είναι μια κοινή υπόθεση. Και αυτό όχι μόνο με την έννοια των τυπικών μηχανισμών λήψης αποφάσεων αλλά και σε σχέση με τις ζωντανές πρακτικές όπου συνεργαζόμαστε και επινοούμε κοινούς στόχους. Στο πεδίο του περιβάλλοντος και σε αυτό της γνώσης η λογική του κοινού είναι πολύ ισχυρή και διαμορφώνει άμεσα συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές. Αυτές θα έπρεπε να αναπτύξουμε. Πρέπει να διερωτηθούμε εκ νέου για τον κομμουνισμό, όχι όμως ξεκινώντας από το στόχο μιας ιδεατής κοινωνίας αλλά από ήδη υπάρχουσες και ενεργές κοινές πρακτικές. Μην ξεχνάμε ότι τον 18ο αιώνα «κομμουνιστής» σήμαινε απλά υπερασπιστής του κοινού αγαθού.
μετάφραση: Νικόλας Σεβαστάκης
Ισχυρίζεστε ότι ο νεοφιλελευθερισμός «πριν να είναι μια ιδεολογία ή μια οικονομική πολιτική είναι κυρίως και θεμελιωδώς μια ορθολογικότητα». Τι αποκαλείτε «ορθολογικότητα»;
Πιερ Νταρντό : Ο Φουκώ ορίζει την ορθολογικότητα της διακυβέρνησης ως μια κανονιστική λογική η οποία πρυτανεύει στη δραστηριότητα του κυβερνάν, με την έννοια της άμεσης αλλά επίσης της έμμεσης κυβέρνησης των ανθρώπων: της καθοδήγησής τους ώστε να φέρονται με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Η ορθολογικότητα δεν είναι η άσκηση ενός εξαναγκασμού, μιας καταπίεσης. Από αυτή την άποψη, ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα έπρεπε να ανάγεται μόνο στον τομέα της οικονομικής πολιτικής (οι ιδιωτικοποιήσεις, η απορρύθμιση), ούτε σε ένα καθορισμένο δόγμα (Φρήντμαν, Χάγιεκ) ούτε βεβαίως στους ηγέτες οι οποίοι προσηλυτίστηκαν στο δόγμα προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70 (Ρήγκαν, Θάτσερ). Η νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα την οποία μελετούμε έχει μια πολύ ευρύτερη εμβέλεια και μπόρεσε να τεθεί σε εφαρμογή από κυβερνήσεις που ισχυρίζονται ότι είναι αριστερές.
Τι καθορίζει τη «νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα»;
Κριστιάν Λαβάλ : Ο τρόπος της είναι να οδηγεί τα υποκείμενα να δρουν σύμφωνα με τον τρόπο του ανταγωνισμού. Για παράδειγμα, στο πεδίο της εκπαίδευσης: ο νεοφιλελευθερισμός επιχείρησε παρεμβάσεις ώστε τα άτομα να αναζητούν τη μεγιστοποίηση του ιδίου συμφέροντος εις βάρος κάθε ηθικής περίσκεψης. Η σημερινή αναδιοργάνωση του πανεπιστημίου εδράζεται, στο σύνολό της, σε μια κανονιστική λογική σύμφωνα με την οποία οι πρακτικές συμπεριφορές των ατόμων, των εργαστηρίων και των ιδρυμάτων οφείλουν να υπακούν αποκλειστικά στην αρχή του ανταγωνισμού. Ο Φουκώ έδειξε ότι οι πρώτοι φιλελεύθεροι στοχαστές, ιδίως ο Άνταμ Σμιθ και ο Άνταμ Φέργκιουσον, σκέφτονταν την αγορά σύμφωνα με μια λογική της ισοδυναμίας: ανταλλάσσουμε ένα αγαθό με ένα άλλο, και ο καθένας από εμάς επωφελείται. Ο νεοφιλελευθερισμός, από την πλευρά του, ξανασκέφτεται την αγορά σύμφωνα με τη λογική του ανταγωνισμού, επομένως της ανισότητας.
Από πότε μπορούμε να χρονολογήσουμε αυτή τη στροφή;
Π. Νταρντό : Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ο άγγλος φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ προτείνει να επεκτείνουμε τον Δαρβίνο και την έννοια της φυσικής επιλογής σε άλλα πεδία, κυρίως στο κοινωνικό. Ο Σπένσερ επιχειρεί μια φυσικοποίηση του κοινωνικού. Για αυτόν, ο ίδιος βασικός εξελικτικός νόμος, αυτός ο οποίος δίνει πλεονεκτήματα στους πλέον ικανούς, εφαρμόζεται σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Οι νεοφιλελεύθεροι δεν θέλουν καθόλου να τους αναφέρει κανείς τον Σπένσερ εξαιτίας του βιολογισμού του. Παρ’ όλα αυτά, σε εκείνον βρίσκουμε την ιδέα ότι η αγορά είναι ο ανταγωνισμός. Εκεί όμως που ο Σπένσερ διακρίνει έναν φυσικό μηχανισμό, οι νεοφιλελεύθεροι εκτιμούν ότι πρόκειται για ένα σύστημα που πρέπει να κατασκευάσουμε, απαιτούν δηλαδή μια ενεργό και συνεχή παρέμβαση του κράτους. Αυτή είναι ιδίως η οπτική των γερμανών εκφραστών του ordoliberalismus, των οπαδών ενός συντηρητικού φιλελευθερισμού με επίκεντρο τη θεσμική οχύρωση της δημοσιονομικής αυστηρότητας.
K. Λαβάλ : Όταν προς το τέλος του 19ου αιώνα ο φιλελευθερισμός γνωρίζει κρίση εμφανίζονται δύο ρεύματα: ένας φιλελευθερισμός που δικαιολογεί την παρέμβαση του κράτους σε μια οπτική σταθεροποιητική και αναδιανεμητική, ρεύμα του οποίου η πιο γνωστή φιγούρα είναι ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς. Και από την άλλη εμφανίζεται ο «νεοφιλελευθερισμός», ο οποίος ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’30 θα προτείνει την μετατροπή της ανταγωνιστικής αγοράς σε έσχατο σημείο αναφοράς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Μόνο που αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με την ενεργό συμμετοχή του κράτους. Φυσικά ο κεϋνσιανισμός θα θριαμβεύσει μεταπολεμικά. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός δεν θα καταθέσει τα όπλα: οι γερμανοί θιασώτες του ordoliberalismus θα έχουν μια καθοριστική επίδραση στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση, αρχίζοντας από την Συμφωνία της Ρώμης καθώς αυτή προβλέπει την αρχή του «ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού». Ας πάψουμε να βλέπουμε τον νεοφιλελευθερισμό ως κύμα προερχόμενο από τις αγγλοσαξονικές χώρες. Πρέπει να φέρουμε στο φως την ευρωπαϊκή γενεαλογία του φαινομένου.
Με ποιον τρόπο ο νεοφιλελευθερισμός επιβάλλεται ως «ορθολογικότητα»;
Π. Νταρντό : Δεν υφίσταται κάποιο μυστικό σχέδιο για την προώθηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Το μοντέλο επωφελήθηκε ασφαλώς από την κρίση του κεϋνσιανισμού, όπως και ο κεϋνσιανισμός ευνοήθηκε από την κρίση του καπιταλισμού τον Μεσοπόλεμο. Τίποτα δεν έδειχνε ότι η αρχή του ανταγωνισμού θα έπαιρνε τα πρωτεία ως νέα παγκόσμια νόρμα. Η κωδικοποίησή της άλλωστε χρονολογείται μόλις από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 με την περίφημη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» η οποία καθορίζει τους νομισματικούς κανόνες και τις ρήτρες προϋπολογισμού που επιβάλλονται σε διάφορες χώρες ως αντάλλαγμα για τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Κ. Λαβάλ : Ο όρος κλειδί είναι εδώ: πειθαρχία. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 οι διεθνείς εμπειρογνώμονες κάνουν μια συναγερμική διαπίστωση. Λένε: «η κατάσταση είναι ακυβέρνητη, υπάρχει έλλειμμα κοινωνικής πειθαρχίας». Είναι η περίοδος όπου ο Ραιημόν Μπαρ [σημαντικός πολιτικός της γαλλικής κεντροδεξιάς, Σ.τ.Μ.] προασπίζεται την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και τον σφικτό προϋπολογισμό. Είναι όμως και η στιγμή όπου εμφανίζεται η κατασκευή του νεοφιλελεύθερου υποκειμένου με την έκθεση των ατόμων σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό, τις τεχνικές αξιολόγησης, την ενθάρρυνση του ιδιωτικού δανεισμού, την παρακίνηση μετατροπής του κάθε ατόμου σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Το άτομο είναι επιχειρηματίας του εαυτού του, ενδιαφέρεται για τη συσσώρευση και την επιτυχία, και γι’ αυτό είναι υπεύθυνο και επομένως ένοχο για την ενδεχόμενη αποτυχία του. Όλα αυτά τα σημεία έγιναν τα νέα ατομικά και κοινωνικά συμπτώματα τα οποία αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν ψυχαναλυτές και κοινωνιολόγοι.
Το νεοφιλελεύθερο υποκείμενο εκλαμβάνει ως ελευθερία αυτό που δεν είναι παρά ανταγωνισμός. Παρ’ όλα αυτά, δεν απολαμβάνει μια αυτονομία ζηλευτή σε σχέση με τις νόρμες που ίσχυαν πριν πενήντα χρόνια;
Κ. Λαβάλ : Απορρίπτουμε κάθε έννοια επιστροφής στην ηθική τάξη. Επιθυμούμε μάλιστα να μετατοπίσουμε το ερώτημα. Ο νεοφιλελευθερισμός, επιδιώκοντας να καταστήσει το υποκείμενο αποδοτικό/αποτελεσματικό σε κάθε τομέα και με κάθε τίμημα, θέτει ως έναν παράδοξο κανόνα μια αρχή του απεριόριστου. Αλλά αυτό το απεριόριστο, αυτή η έλλειψη ορίων αποκρύπτει ότι στην πραγματικότητα υπάρχει ένα όριο στην επιθυμία, όριο εξάλλου καθορισμένο από το Κεφάλαιο και την επιχείρηση. Το απεριόριστο το οποίο υπόσχεται ο νεοφιλελευθερισμός σε τίποτα δεν έχει να κάνει με την αυτονομία, το ίδιο όπως και η «νοητική διαχείριση των παθών» για την οποία μιλούν τα εγχειρίδια του μάνατζμεντ δεν συνιστά έναν «αυτοέλεγχο». Δεν πρέπει να βλέπουμε στο νεοφιλελεύθερο υποκείμενο ένα πλάσμα απελευθερωμένο από όλες τις αλυσίδες του. Αυτό το λάθος διαπράττουν από κοινού τόσο οι συντηρητικοί αντιμοντέρνοι όσο και οι θιασώτες της «νεωτερικότητας». Ό,τι αποκαλούμε «μηχανισμό της επίδοσης-απόλαυσης» [dispositif de performance-jouissance] είναι ένα σύστημα το οποίο ενεργεί εκ των έσω των υποκειμένων παραμένοντας, ωστόσο, ένας τρόπος κοινωνικής πειθάρχησης.
Μπορεί να υπάρξει ένας τρόπος του κυβερνάν, μια «ορθολογικότητα» της Αριστεράς;
Π. Νταρντό : O Φουκώ παρατηρούσε ότι όταν βρισκόταν στην εξουσία η Αριστερά υιοθετούσε είτε έναν φιλελεύθερο τρόπο του κυβερνάν είτε μια διακυβέρνηση διοικητική και γραφειοκρατική. Πρέπει να υπερβούμε αυτή την εναλλακτική. Μια αριστερή αρχή του κυβερνάν οφείλει να έχει ως σημείο αφετηρίας ότι το κοινό αγαθό είναι μια κοινή υπόθεση. Και αυτό όχι μόνο με την έννοια των τυπικών μηχανισμών λήψης αποφάσεων αλλά και σε σχέση με τις ζωντανές πρακτικές όπου συνεργαζόμαστε και επινοούμε κοινούς στόχους. Στο πεδίο του περιβάλλοντος και σε αυτό της γνώσης η λογική του κοινού είναι πολύ ισχυρή και διαμορφώνει άμεσα συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές. Αυτές θα έπρεπε να αναπτύξουμε. Πρέπει να διερωτηθούμε εκ νέου για τον κομμουνισμό, όχι όμως ξεκινώντας από το στόχο μιας ιδεατής κοινωνίας αλλά από ήδη υπάρχουσες και ενεργές κοινές πρακτικές. Μην ξεχνάμε ότι τον 18ο αιώνα «κομμουνιστής» σήμαινε απλά υπερασπιστής του κοινού αγαθού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου