Δεν θεμελιώνεται αδικοπρακτική ευθύνη των Τραπεζών σε περίπτωση ληστείας πελάτη εντός των υποκαταστημάτων τους, σύμφωνα με τον 'Αρειο Πάγο (απόφαση 1629/2010).
Τον Απρίλιο του 2001 στη Νίκαια (Αττικής) υπάλληλος εταιρείας έπεσε θύμα ληστείας μέσα σε Τράπεζα επί της οδού Παλαιών Πατρών Γερμανού την ώρα που περίμενε στο γκισέ να καταθέσει το ποσό των 165.488 ευρώ. Δηλαδή, στις 2 Απριλίου 2001 και ενώ η υπάλληλος περίμενε να καταθέσει το εν λόγω ποσό στο λογαριασμό όψεως που τηρούσε η εταιρεία στην οποία εργαζόταν, εισήλθε στην Τράπεζα άγνωστο άτομο και με την απειλή όπλου αφήρεσε το ποσό.
Η εταιρεία που εργαζόταν η υπάλληλος διεκδίκησε δικαστικά το ποσό των 165.488 ευρώ από την Τράπεζα, υποστηρίζοντας ότι δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας και προστασίας των υπαλλήλων και πελατών της.
Η εταιρεία επικαλούμενη απόφαση του υπουργού Δημοσίας Τάξης (νυν Προστασίας του Πολίτη) για τα μέτρα ασφαλείας που πρέπει να τηρούν τα πιστωτικά ιδρύματα, διεκδίκησε την επιστροφή του ποσού της ληστείας. Όμως, τόσο το Εφετείο όσο και ο 'Αρειος Πάγος απέρριψαν ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς της εταιρείας.
Αναλυτικότερα, δεν έγινε δεκτός ο ισχυρισμός ότι στο τραπεζικό κατάστημα δεν λειτουργούσε σύστημα θυρών εισόδου - εξόδου υψηλής ασφάλειας. Και αυτό γιατί η εγκατάστασή του δεν είναι υποχρεωτική, αφού δεν υπήρξε στόχος άλλης ληστείας το τελευταίο (τότε) ένα έτος, όπως προβλέπει η υπουργική απόφαση για τα μέτρα ασφαλείας των Τραπεζών.
Ούτε όμως για τον ίδιο λόγο δέχθηκε η Δικαιοσύνη και τον ισχυρισμό της εταιρείας ότι δεν υπήρχε ένοπλος φρουρός στο υποκατάστημα.
Παράλληλα, απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός της εταιρείας ότι δεν λειτουργούσε δεύτερο ταμείο, έτσι ώστε να παραλάβει τα χρήματα προ της ληστείας.
Επίσης, δεν δέχθηκαν τα δικαστήρια ότι η προσωρινή διακοπή λειτουργίας του συστήματος on line καταθέσεων δεν εμπόδισε την παραλαβή των χρημάτων από την πλευρά του ταμεία της Τράπεζας, αφού η συγκεκριμένη εταιρεία είχε πάντοτε προνομιακή μεταχείριση ως πελάτισσα με σημαντικές καταθέσεις.
Αντίθετα, επισημαίνεται στην αρεοπαγιτική απόφαση, η Τράπεζα τήρησε τους όρους ασφαλείας που προβλέπει η υπουργική απόφαση, όπως είναι η εγκατάσταση και λειτουργία σιωπηλού συστήματος συναγερμού που μάλιστα ενεργοποιήθηκε, το σύστημα συνεχούς καταγραφής σκηνών (κάμερα) και το σύστημα χρονοκαθυστέρησης ανοίγματος του χρηματοκιβωτίου.
Τον Απρίλιο του 2001 στη Νίκαια (Αττικής) υπάλληλος εταιρείας έπεσε θύμα ληστείας μέσα σε Τράπεζα επί της οδού Παλαιών Πατρών Γερμανού την ώρα που περίμενε στο γκισέ να καταθέσει το ποσό των 165.488 ευρώ. Δηλαδή, στις 2 Απριλίου 2001 και ενώ η υπάλληλος περίμενε να καταθέσει το εν λόγω ποσό στο λογαριασμό όψεως που τηρούσε η εταιρεία στην οποία εργαζόταν, εισήλθε στην Τράπεζα άγνωστο άτομο και με την απειλή όπλου αφήρεσε το ποσό.
Η εταιρεία που εργαζόταν η υπάλληλος διεκδίκησε δικαστικά το ποσό των 165.488 ευρώ από την Τράπεζα, υποστηρίζοντας ότι δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας και προστασίας των υπαλλήλων και πελατών της.
Η εταιρεία επικαλούμενη απόφαση του υπουργού Δημοσίας Τάξης (νυν Προστασίας του Πολίτη) για τα μέτρα ασφαλείας που πρέπει να τηρούν τα πιστωτικά ιδρύματα, διεκδίκησε την επιστροφή του ποσού της ληστείας. Όμως, τόσο το Εφετείο όσο και ο 'Αρειος Πάγος απέρριψαν ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς της εταιρείας.
Αναλυτικότερα, δεν έγινε δεκτός ο ισχυρισμός ότι στο τραπεζικό κατάστημα δεν λειτουργούσε σύστημα θυρών εισόδου - εξόδου υψηλής ασφάλειας. Και αυτό γιατί η εγκατάστασή του δεν είναι υποχρεωτική, αφού δεν υπήρξε στόχος άλλης ληστείας το τελευταίο (τότε) ένα έτος, όπως προβλέπει η υπουργική απόφαση για τα μέτρα ασφαλείας των Τραπεζών.
Ούτε όμως για τον ίδιο λόγο δέχθηκε η Δικαιοσύνη και τον ισχυρισμό της εταιρείας ότι δεν υπήρχε ένοπλος φρουρός στο υποκατάστημα.
Παράλληλα, απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός της εταιρείας ότι δεν λειτουργούσε δεύτερο ταμείο, έτσι ώστε να παραλάβει τα χρήματα προ της ληστείας.
Επίσης, δεν δέχθηκαν τα δικαστήρια ότι η προσωρινή διακοπή λειτουργίας του συστήματος on line καταθέσεων δεν εμπόδισε την παραλαβή των χρημάτων από την πλευρά του ταμεία της Τράπεζας, αφού η συγκεκριμένη εταιρεία είχε πάντοτε προνομιακή μεταχείριση ως πελάτισσα με σημαντικές καταθέσεις.
Αντίθετα, επισημαίνεται στην αρεοπαγιτική απόφαση, η Τράπεζα τήρησε τους όρους ασφαλείας που προβλέπει η υπουργική απόφαση, όπως είναι η εγκατάσταση και λειτουργία σιωπηλού συστήματος συναγερμού που μάλιστα ενεργοποιήθηκε, το σύστημα συνεχούς καταγραφής σκηνών (κάμερα) και το σύστημα χρονοκαθυστέρησης ανοίγματος του χρηματοκιβωτίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου