Του Γιώργου Καρουζάκη
«Δεν μετανιώνω για τις θάλασσες που έχασα για να ξενυχτώ νύχτες ατέλειωτες σε μισοφωτισμένες σάλες θεάτρων με όλους εκείνους, συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, τεχνικούς, ηλεκτρολόγους, που υφαίνουν από νύχτα σε νύχτα το στημόνι και το υφάδι της θεατρικής τέχνης στον τόπο μας», έλεγε ο ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου για τη γόνιμη εμπλοκή του με τη θεατρική τέχνη.
Αυτή η πολύτιμη διάσταση της τέχνης του, ένα μεγάλο μέρος του σκηνογραφικού του έργου, παρουσιάζεται στην έκθεση «Ο Σπύρος Βασιλείου και το θέατρο», που φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Αφορμή για τη διοργάνωσή της είναι η συμπλήρωση 26 χρόνων από το θάνατο του ζωγράφου (1903-1985).
Τρισδιάστατες αλλά και ζωγραφικές μακέτες, φωτογραφίες και κοστούμια από 44 θεατρικές παραστάσεις και τρεις ταινίες αποκαλύπτουν το ταλέντο και την καινοτόμο συνεισφορά του Σπύρου Βασιλείου στη σκηνογραφία. Ενα εξώφυλλο με τη μορφή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στο περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα», τον Φεβρουάριο του 1929, έγινε το «διαβατήριό» του για το θέατρο και την εκκίνηση μιας πορείας που τον κατατάσσει στους δημοφιλέστερους καλλιτέχνες της γενιάς του '30, εκείνους που διαμόρφωσαν τη μεταπολεμική σκηνική αισθητική. Οπως αφηγούνταν ο ίδιος ο ζωγράφος, αντικρίζοντας ο Φώτος Πολίτης την εικόνα του Παπαδιαμάντη, είχε πει για τον Βασιλείου: «Αυτός είναι σκηνογράφος, θέλω να τον γνωρίσω».
Υστερα από ένα μήνα ο ζωγράφος προετοίμασε τη σκηνογραφία για τα «Κορακιστικά» τού Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού στο Εθνικό Θέατρο. Με αυτή την εργασία συμμετείχε, όπως σημειώνει η επιμελήτρια της έκθεσης Ιλια Λακίδου, «στην προσπάθεια του Φώτου Πολίτη, την οποία συνέχισαν η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Κάρολος Κουν και ο Σωκράτης Καραντινός στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, να διαμορφωθεί μια νέα καλλιτεχνική σκηνογραφία που να ικανοποιεί ταυτόχρονα εθνικά και μοντερνιστικά αιτήματα. Και να λειτουργήσει ως αντίλογος, αφενός στο νεωτεριστικό πνεύμα του εμπορικού θεάματος της επιθεώρησης και της οπερέτας και αφετέρου στο "γερμανικό" ύφος του Εθνικού Θεάτρου».
Η καθιέρωσή του ήρθε την περίοδο 1940-49 από τη συνεργασία τόσο με το Εθνικό Θέατρο όσο και με ιδιωτικούς θιάσους. Το διάστημα 1950-1967 υπηρέτησε ποικίλα θεατρικά είδη, από την επιθεώρηση έως το θέατρο για παιδιά.
Η πρώτη σημαντική ενασχόλησή του με το αρχαίο δράμα ξεκίνησε από το σινεμά και τη διάσημη «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1962). Στην έκθεση βλέπουμε κοστούμια και μακέτες της ταινίας καθώς και την προβολή ενός χαρακτηριστικού αποσπάσματός της. Ως σκηνικό πλαίσιο του φιλμ είχε χρησμιμοποιηθεί η Ακρόπολη των Μυκηνών, το γυμνό τοπίο της Κερατέας, ειδικά κατασκευασμένες καλύβες από πέτρες, καλάμια και άχυρο, ενώ για τα κοστούμια ο Βασιλείου είχε συνδυάσει μοτίβα της μυκηναϊκής και μινωικής περιόδου με μεταγενέστερες παραδοσιακές φορεσιές και αστικά φορέματα του '60.
Αρκετοί ήταν οι δημιουργοί του θεάτρου με τους οποίους συνεργάστηκε (από τον Σωκράτη Καραντινό, τον Γιώργο Θεοτοκά και τον Αλέξη Σολομό μέχρι τους Τάκη Μουζενίδη, Μάνο Κατράκη και Ραλλού Μάνου) σε παραστάσεις έργων του Σέξπιρ («Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι», «Χειμωνιάτικο παραμύθι» Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας», «Βασιλιάς Ληρ»), του Αριστοφάνη («Ειρήνη») του Νίκου Καζαντζάκη («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»), του Βιτσέντζου Κορνάρου («Η θυσία του Αβραάμ») και πολλών άλλων.
Αισθητικό χαρακτηριστικό της σκηνογραφικής δουλειάς του είναι, μεταξύ άλλων, η δεξιοτεχνική συνύπαρξη μοτίβων της ελληνικής παράδοσης, λαϊκής και βυζαντινής, με σύγχρονα στοιχεία.
Την έκθεση, που διαρκεί έως 15 Μαΐου, συνοδεύει εικονογραφημένη έκδοση με χρονολόγιο, πλήρη παραστασιογραφία και φιλμογραφία του.
«Δεν μετανιώνω για τις θάλασσες που έχασα για να ξενυχτώ νύχτες ατέλειωτες σε μισοφωτισμένες σάλες θεάτρων με όλους εκείνους, συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, τεχνικούς, ηλεκτρολόγους, που υφαίνουν από νύχτα σε νύχτα το στημόνι και το υφάδι της θεατρικής τέχνης στον τόπο μας», έλεγε ο ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου για τη γόνιμη εμπλοκή του με τη θεατρική τέχνη.
Αυτή η πολύτιμη διάσταση της τέχνης του, ένα μεγάλο μέρος του σκηνογραφικού του έργου, παρουσιάζεται στην έκθεση «Ο Σπύρος Βασιλείου και το θέατρο», που φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Αφορμή για τη διοργάνωσή της είναι η συμπλήρωση 26 χρόνων από το θάνατο του ζωγράφου (1903-1985).
Τρισδιάστατες αλλά και ζωγραφικές μακέτες, φωτογραφίες και κοστούμια από 44 θεατρικές παραστάσεις και τρεις ταινίες αποκαλύπτουν το ταλέντο και την καινοτόμο συνεισφορά του Σπύρου Βασιλείου στη σκηνογραφία. Ενα εξώφυλλο με τη μορφή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στο περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα», τον Φεβρουάριο του 1929, έγινε το «διαβατήριό» του για το θέατρο και την εκκίνηση μιας πορείας που τον κατατάσσει στους δημοφιλέστερους καλλιτέχνες της γενιάς του '30, εκείνους που διαμόρφωσαν τη μεταπολεμική σκηνική αισθητική. Οπως αφηγούνταν ο ίδιος ο ζωγράφος, αντικρίζοντας ο Φώτος Πολίτης την εικόνα του Παπαδιαμάντη, είχε πει για τον Βασιλείου: «Αυτός είναι σκηνογράφος, θέλω να τον γνωρίσω».
Υστερα από ένα μήνα ο ζωγράφος προετοίμασε τη σκηνογραφία για τα «Κορακιστικά» τού Ιάκωβου Ρίζου Νερουλού στο Εθνικό Θέατρο. Με αυτή την εργασία συμμετείχε, όπως σημειώνει η επιμελήτρια της έκθεσης Ιλια Λακίδου, «στην προσπάθεια του Φώτου Πολίτη, την οποία συνέχισαν η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Κάρολος Κουν και ο Σωκράτης Καραντινός στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, να διαμορφωθεί μια νέα καλλιτεχνική σκηνογραφία που να ικανοποιεί ταυτόχρονα εθνικά και μοντερνιστικά αιτήματα. Και να λειτουργήσει ως αντίλογος, αφενός στο νεωτεριστικό πνεύμα του εμπορικού θεάματος της επιθεώρησης και της οπερέτας και αφετέρου στο "γερμανικό" ύφος του Εθνικού Θεάτρου».
Η καθιέρωσή του ήρθε την περίοδο 1940-49 από τη συνεργασία τόσο με το Εθνικό Θέατρο όσο και με ιδιωτικούς θιάσους. Το διάστημα 1950-1967 υπηρέτησε ποικίλα θεατρικά είδη, από την επιθεώρηση έως το θέατρο για παιδιά.
Η πρώτη σημαντική ενασχόλησή του με το αρχαίο δράμα ξεκίνησε από το σινεμά και τη διάσημη «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη (1962). Στην έκθεση βλέπουμε κοστούμια και μακέτες της ταινίας καθώς και την προβολή ενός χαρακτηριστικού αποσπάσματός της. Ως σκηνικό πλαίσιο του φιλμ είχε χρησμιμοποιηθεί η Ακρόπολη των Μυκηνών, το γυμνό τοπίο της Κερατέας, ειδικά κατασκευασμένες καλύβες από πέτρες, καλάμια και άχυρο, ενώ για τα κοστούμια ο Βασιλείου είχε συνδυάσει μοτίβα της μυκηναϊκής και μινωικής περιόδου με μεταγενέστερες παραδοσιακές φορεσιές και αστικά φορέματα του '60.
Αρκετοί ήταν οι δημιουργοί του θεάτρου με τους οποίους συνεργάστηκε (από τον Σωκράτη Καραντινό, τον Γιώργο Θεοτοκά και τον Αλέξη Σολομό μέχρι τους Τάκη Μουζενίδη, Μάνο Κατράκη και Ραλλού Μάνου) σε παραστάσεις έργων του Σέξπιρ («Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι», «Χειμωνιάτικο παραμύθι» Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας», «Βασιλιάς Ληρ»), του Αριστοφάνη («Ειρήνη») του Νίκου Καζαντζάκη («Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»), του Βιτσέντζου Κορνάρου («Η θυσία του Αβραάμ») και πολλών άλλων.
Αισθητικό χαρακτηριστικό της σκηνογραφικής δουλειάς του είναι, μεταξύ άλλων, η δεξιοτεχνική συνύπαρξη μοτίβων της ελληνικής παράδοσης, λαϊκής και βυζαντινής, με σύγχρονα στοιχεία.
Την έκθεση, που διαρκεί έως 15 Μαΐου, συνοδεύει εικονογραφημένη έκδοση με χρονολόγιο, πλήρη παραστασιογραφία και φιλμογραφία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου