Της Σοφίας Βούλτεψη
Για πρώτη ίσως φορά μια φωτογραφία δεν αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Αλλά και δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψει κανείς τη θλίψη, την απογοήτευση, αυτό το κενό στο στομάχι που ένιωθε όποιος κυκλοφόρησε στους δρόμους γύρω από την πλατεία Συντάγματος την ώρα της παρέλασης.
Αραία αραία να φαινόμαστε καμιά σαρανταρέα αυτοί που στάθηκαν στις άκρες των κεντρικών δρόμων. Ένα απόλυτο κενό μπροστά στον μοναχικό Άγνωστο Στρατιώτη. Ένα βουβό και άψυχο κτίριο πίσω του η Βουλή. Ένα κουφάρι η εξέδρα των επισήμων. Παντού πρόσωπα σκυθρωπά, περίλυπα, μετείχαν έλεγες σε πένθος και όχι σε εθνική γιορτή. Σε εθνικό πένθος. Ίσως για μια στιγμή να πετάρισε η ελπίδα βλέποντας τα νιάτα να παρελαύνουν.
«…κι’ έλεες πότε αχ πότε βγάνω το κεφάλι από τσ’ ερμιές;
Κι’ αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές»…
Για μια στιγμή μόνο. Και μετά, το άγχος της επόμενης μέρας, η ανασφάλεια και η αγωνία, το βάρος της ενοχής μπροστά στη νεολαία – όχι, δεν τα φάγαμε μαζί, αλλά μαζί τους ψηφίσαμε.
Με άδειο βλέμμα κοιτούσαν τους μετανάστες που γλιστρούσαν ανάμεσά τους, ανεμίζοντας πλαστικές γαλανόλευκες, με τις τσάντες – μαϊμούδες παρατημένες σε μια γωνιά. Κάπου βαθιά, κάτω από στρώματα συναισθημάτων, κρυβόταν ακόμη καλά η οργή.
Σιδερόφραχτη η Αθήνα τη μέρα της γιορτής. Παντού αστυνομικοί και ένας προστατευτικός κλοιός από κράνη και ασπίδες γύρω από το κοινοβούλιο και την εξέδρα με τους «επίσημους».
«…γιατί τα’ σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά»
Κι’ όταν ξέσπασαν τα επεισόδια στο κέντρο της πλατείας, ανάμεσα σε μια ομάδα εκπαιδευτικών και τους άνδρες των ΜΑΤ, το μόνο που έσχιζε την ησυχία νεκροταφείου στην πόλη, ήταν η δυνατή και διαπεραστική φωνή μιας διαδηλώτριας. Ακόμη πιο ανησυχητικό: Οι ΄Ελληνες, φύσει περίεργοι, αυτοί που προκαλούν κυκλοφοριακό κομφούζιο για να χαζέψουν δυο τρακαρισμένα αυτοκίνητα, δεν γύρισαν καν προς την πλευρά των επεισοδίων. Και το πιο χαρακτηριστικό: Ο λιγοστός κόσμος είχε σκορπιστεί στην Αμαλίας και στην Πανεπιστημίου, αλλά εκεί, απέναντι από το Κοινοβούλιο και τους επισήμους, υπήρχε το απόλυτο κενό.
«εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή
κι ένα στόμα εκαρτερούσες,
“έλα πάλι” να σου πει».
Αν τα πάνσοφα στελέχη του πολιτικού μας προσωπικού μπορούσαν να περπατήσουν ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους κι’ αν τους είχε μείνει λίγη ψυχή μέσα τους, θ’ αποζητούσαν τους προπηλακισμούς, θ’ αναζητούσαν ένα γιουχάισμα, ίσως και να νοσταλγούσαν τις παλιές ευτυχισμένες μέρες με τον κόσμο να χειροκροτεί ξέγνοιαστος, κι’ ας αρμένιζε προς την καταστροφή.
Αν μπορούσαν να περπατήσουν ανάμεσα στον κόσμο, θα ένιωθαν αυτή τη βουβή οργή, αυτήν την απέχθεια μπροστά στη σαπίλα της αποσύνθεσης, αυτήν την αδιαφορία και αυτήν την μοιρολατρία. Αλλά δεν μπορούν.
Αν μπορούσαν να νιώσουν την απογοήτευση αυτού του κόσμου, που ξαφνικά νιώθει ανυπεράσπιστος και προδομένος από τους πολιτικούς του ταγούς, τσακισμένος από τα ψέματα και τις απατηλές υποσχέσεις, τότε δεν θα είχε σημασία η καταδίκη περιστατικών διαμαρτυρίας, θα ήταν ευπρόσδεκτος ακόμη και ο χουλιγκανισμός, προτιμότερος πάντως από την απάθεια. Αλλά δεν μπορούν.
Κι’ αν μπορούσαν να προβλέψουν αυτήν την παγωμένη ατμόσφαιρα, δεν θα έμπαιναν καν στον κόπο να συγκαλέσουν – την προηγουμένη – κοτζάμ υπουργικό συμβούλιο για ν’ ακούσουν τον πρωθυπουργό να εμψυχώνει τους υπουργούς του, να ξετρυπώσουν λίγη από την χαμένη γενναιότητα και να πάνε στις παρελάσεις. Αλλά δεν μπορούν – κι’ ας είναι η πολιτική η τέχνη του προβλέπειν.
«Δεν θα κλειστούμε στα γραφεία μας», μάθαμε πως τους είπε. Κλείστηκαν, όμως, από κλοιό αστυνομικών. Ίσως πια και να θεωρούν νίκη την αποφυγή των επεισοδίων διαμαρτυρίας.
Αναγάλλιασε η ψυχή τους μια μέρα πριν, όταν, στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, ο πρόεδρος της Επιτροπής Καταπολέμησης του μαύρου χρήματος, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Π. Νικολούδης, τους έδωσε, άθελά του είμαι βέβαιη, άφεση αμαρτιών.
Οι πολιτικοί, είπε, δεν είναι η πιο διεφθαρμένη κοινωνική ομάδα! Αλλά είναι «κοινωνική ομάδα» οι πολιτικοί; Αυτό είναι; Έτσι τους αρέσει να τους αποκαλούν;
Ανακουφίστηκε, λοιπόν, αυτή η ιδιότυπη πολιτική ομάδα, όταν πληροφορήθηκε πως υπάρχουν «άλλες ομάδες, που δεν δίνουν λόγο πουθενά και κανέναν έλεγχο δεν επιδέχονται, παρότι και σε εξωχώριες εταιρίες συμμετέχουν και το βάρος της απόδειξης δεν οφείλουν».
Αλήθεια; Και ποιος επιτρέπει σ’ αυτές τις «ομάδες» να συμπεριφέρονται μ’ αυτόν τον τρόπο; Ποιος τους προστατεύει επειδή εκπροσωπούν ισχυρά οικονομικά συμφέροντα – χρηματοδότες των πολιτικών δραστηριοτήτων; Ποιος τους εκτρέφει με την θεσμοθετημένη διαπλοκή; Γιατί δεν ελέγχονται;
Μίλησε και γι’ αυτούς που έβγαλαν τα χρήματά τους στο εξωτερικό ο κ. Νικολούδης. «Όλοι μαζί τα φύγαμε», είπε, παραφράζοντας την γνωστή πλέον φράση. Είπε πως σ’ αυτό το σπορ επιδόθηκαν ακόμη και καλόγριες! Αλλά όχι πολιτικοί! Αλήθεια; Και ποιος μας βεβαιώνει ότι οι καλόγριες δεν ήταν ενεργούμενα αυτών που «φέρουν το βάρος της απόδειξης των πηγών των χρημάτων τους;». Και από πού και ως πού κάθε Αύγουστο, όταν, σκόπιμα μέσα στον καύσωνα και στις διακοπές, δίνονται στη δημοσιότητα τα «πόθεν έσχες» των πολιτικών, χρειαζόμαστε μια βδομάδα για μια γρήγορη ανάγνωση;
Ποιος έφτιαξε τον νόμο (2843/2000) με τον οποίο αφαιρέθηκε από την εισαγγελική αρχή η δυνατότητα διενέργειας ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης για πιθανολογούμενα αδικήματα στο Χρηματιστήριο, παρά μόνο αν υπήρχε άδεια του δικαστικού συμβουλίου;
Ποιος έφτιαξε τον νόμο (2522/1997) που επέτρεπε την μη εκτέλεση ακόμη και αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες ακύρωναν παράνομες αναθέσεις δημοσίων συμβάσεων;
Ποιος μετέτρεψε την απιστία περί την υπηρεσία από κακούργημα σε πλημμέλημα (2178/1993);
Ποιος έφτιαξε τον φορολογικό νόμο (3021/2001), με τον οποίο καταργήθηκε εμμέσως το πόθεν έσχες και δόθηκε η δυνατότητα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, απαλλάσσοντας τα φυσικά πρόσωπα από την υποχρέωση να δικαιολογούν στην Εφορία την προέλευση των χρηματικών ποσών που κατέβαλλαν, προκειμένου να χορηγήσουν δάνεια σε άλλους ιδιώτες ή επιχειρήσεις στις οποίες ήσαν μέλη ή μέτοχοι για να αγοράσουν μετοχές ανωνύμων εταιριών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο;
Ποιος έφτιαξε τον νόμο, που προστέθηκε ως τροπολογία στο… νομοσχέδιο για την στέγαση των δημοσίων υπηρεσιών και με τον οποίο απαλλάχθηκαν από κάθε ποινική ευθύνη οι διοικήσεις των προβληματικών επιχειρήσεων περιόδου 1983 -1990;
Ποιος έφτιαξε τον νόμο (2446/96) με τον οποίο η σύναψη προγραμματικών συμφωνιών από της διοικήσεις των ΔΕΚΟ επιτρεπόταν να γίνεται… «κατά παρέκκλιση κειμένων διατάξεων»;
Για να μην μιλήσουμε ξανά για το άρθρο (περί γρήγορης παραγραφής των αδικημάτων των πολιτικών) 86 του Συντάγματος, που επιμένουν να μην μαζεύονται τριακόσιοι άνθρωποι για να το αλλάξουν, αρκούμενοι σε πασαλείμματα, όπως το τελευταίο με τις αλλαγές του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Και τέλος, ποιος εξέθρεψε το ρουσφέτι και μοίρασε διορισμούς και υπογραφές; Ποιος άλλος εκτός από τον πολιτικό μας κόσμο;
Ποιος άλλος εκτός από τον πολιτικό μας κόσμο εκμαύλισε τον λαό, εκτρέφοντας την φαυλοκρατία, την αδιαφορία, την επικράτηση του ατομικού έναντι του κατά Αριστοτέλη Κοινού Καλού;
Ποιος μας κατάντησε όπως ακριβώς μας περιγράφει, με πικρό χιούμορ, στο εξαιρετικό – και πάντα επίκαιρο, αν και πρωτοανέβηκε το 1979 – θεατρικό έργο του Μάριου Ποντίκα «Εσωτερικαί Ειδήσεις»; (elzoni.gr)
Αξίζει να το απολαύσετε, εκεί, στο Θέατρο «Ράγες», στο Γκάζι, για να δείτε να ξεδιπλώνονται με τον πιο σύγχρονο και σπαρταριστό τρόπο σκηνές από την σημερινή Ελλάδα. Μια ομάδα σπουδαίων ηθοποιών, σε σκηνοθεσία Μάνου Τσότρα, ετοίμασε την κωμωδία της χρονιάς, τον καθρέφτη της κοινωνίας μας, όπως την έπλασε στα μέτρα του το πολιτικό κατεστημένο. Χωρίς υπερβολές, ανώφελες ρητορείες και ηθικοπλαστικά κηρύγματα.
Για να νιώσουμε πώς φθάσαμε ως εδώ και ποιοι ευθύνονται γι’ αυτό. Πώς φθάσαμε να κρεμόμαστε και πάλι από τα χείλη – και τα ληστρικά επιτόκια - των ισχυρών, πώς καταντήσαμε να ζητιανεύουμε το επόμενο δάνειο και την επόμενη επιμήκυνση.
«Μοναχή τον δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή
δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί»…
Χρόνια Πολλά
Για πρώτη ίσως φορά μια φωτογραφία δεν αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Αλλά και δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψει κανείς τη θλίψη, την απογοήτευση, αυτό το κενό στο στομάχι που ένιωθε όποιος κυκλοφόρησε στους δρόμους γύρω από την πλατεία Συντάγματος την ώρα της παρέλασης.
Αραία αραία να φαινόμαστε καμιά σαρανταρέα αυτοί που στάθηκαν στις άκρες των κεντρικών δρόμων. Ένα απόλυτο κενό μπροστά στον μοναχικό Άγνωστο Στρατιώτη. Ένα βουβό και άψυχο κτίριο πίσω του η Βουλή. Ένα κουφάρι η εξέδρα των επισήμων. Παντού πρόσωπα σκυθρωπά, περίλυπα, μετείχαν έλεγες σε πένθος και όχι σε εθνική γιορτή. Σε εθνικό πένθος. Ίσως για μια στιγμή να πετάρισε η ελπίδα βλέποντας τα νιάτα να παρελαύνουν.
«…κι’ έλεες πότε αχ πότε βγάνω το κεφάλι από τσ’ ερμιές;
Κι’ αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές»…
Για μια στιγμή μόνο. Και μετά, το άγχος της επόμενης μέρας, η ανασφάλεια και η αγωνία, το βάρος της ενοχής μπροστά στη νεολαία – όχι, δεν τα φάγαμε μαζί, αλλά μαζί τους ψηφίσαμε.
Με άδειο βλέμμα κοιτούσαν τους μετανάστες που γλιστρούσαν ανάμεσά τους, ανεμίζοντας πλαστικές γαλανόλευκες, με τις τσάντες – μαϊμούδες παρατημένες σε μια γωνιά. Κάπου βαθιά, κάτω από στρώματα συναισθημάτων, κρυβόταν ακόμη καλά η οργή.
Σιδερόφραχτη η Αθήνα τη μέρα της γιορτής. Παντού αστυνομικοί και ένας προστατευτικός κλοιός από κράνη και ασπίδες γύρω από το κοινοβούλιο και την εξέδρα με τους «επίσημους».
«…γιατί τα’ σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά»
Κι’ όταν ξέσπασαν τα επεισόδια στο κέντρο της πλατείας, ανάμεσα σε μια ομάδα εκπαιδευτικών και τους άνδρες των ΜΑΤ, το μόνο που έσχιζε την ησυχία νεκροταφείου στην πόλη, ήταν η δυνατή και διαπεραστική φωνή μιας διαδηλώτριας. Ακόμη πιο ανησυχητικό: Οι ΄Ελληνες, φύσει περίεργοι, αυτοί που προκαλούν κυκλοφοριακό κομφούζιο για να χαζέψουν δυο τρακαρισμένα αυτοκίνητα, δεν γύρισαν καν προς την πλευρά των επεισοδίων. Και το πιο χαρακτηριστικό: Ο λιγοστός κόσμος είχε σκορπιστεί στην Αμαλίας και στην Πανεπιστημίου, αλλά εκεί, απέναντι από το Κοινοβούλιο και τους επισήμους, υπήρχε το απόλυτο κενό.
«εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή
κι ένα στόμα εκαρτερούσες,
“έλα πάλι” να σου πει».
Αν τα πάνσοφα στελέχη του πολιτικού μας προσωπικού μπορούσαν να περπατήσουν ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους κι’ αν τους είχε μείνει λίγη ψυχή μέσα τους, θ’ αποζητούσαν τους προπηλακισμούς, θ’ αναζητούσαν ένα γιουχάισμα, ίσως και να νοσταλγούσαν τις παλιές ευτυχισμένες μέρες με τον κόσμο να χειροκροτεί ξέγνοιαστος, κι’ ας αρμένιζε προς την καταστροφή.
Αν μπορούσαν να περπατήσουν ανάμεσα στον κόσμο, θα ένιωθαν αυτή τη βουβή οργή, αυτήν την απέχθεια μπροστά στη σαπίλα της αποσύνθεσης, αυτήν την αδιαφορία και αυτήν την μοιρολατρία. Αλλά δεν μπορούν.
Αν μπορούσαν να νιώσουν την απογοήτευση αυτού του κόσμου, που ξαφνικά νιώθει ανυπεράσπιστος και προδομένος από τους πολιτικούς του ταγούς, τσακισμένος από τα ψέματα και τις απατηλές υποσχέσεις, τότε δεν θα είχε σημασία η καταδίκη περιστατικών διαμαρτυρίας, θα ήταν ευπρόσδεκτος ακόμη και ο χουλιγκανισμός, προτιμότερος πάντως από την απάθεια. Αλλά δεν μπορούν.
Κι’ αν μπορούσαν να προβλέψουν αυτήν την παγωμένη ατμόσφαιρα, δεν θα έμπαιναν καν στον κόπο να συγκαλέσουν – την προηγουμένη – κοτζάμ υπουργικό συμβούλιο για ν’ ακούσουν τον πρωθυπουργό να εμψυχώνει τους υπουργούς του, να ξετρυπώσουν λίγη από την χαμένη γενναιότητα και να πάνε στις παρελάσεις. Αλλά δεν μπορούν – κι’ ας είναι η πολιτική η τέχνη του προβλέπειν.
«Δεν θα κλειστούμε στα γραφεία μας», μάθαμε πως τους είπε. Κλείστηκαν, όμως, από κλοιό αστυνομικών. Ίσως πια και να θεωρούν νίκη την αποφυγή των επεισοδίων διαμαρτυρίας.
Αναγάλλιασε η ψυχή τους μια μέρα πριν, όταν, στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, ο πρόεδρος της Επιτροπής Καταπολέμησης του μαύρου χρήματος, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Π. Νικολούδης, τους έδωσε, άθελά του είμαι βέβαιη, άφεση αμαρτιών.
Οι πολιτικοί, είπε, δεν είναι η πιο διεφθαρμένη κοινωνική ομάδα! Αλλά είναι «κοινωνική ομάδα» οι πολιτικοί; Αυτό είναι; Έτσι τους αρέσει να τους αποκαλούν;
Ανακουφίστηκε, λοιπόν, αυτή η ιδιότυπη πολιτική ομάδα, όταν πληροφορήθηκε πως υπάρχουν «άλλες ομάδες, που δεν δίνουν λόγο πουθενά και κανέναν έλεγχο δεν επιδέχονται, παρότι και σε εξωχώριες εταιρίες συμμετέχουν και το βάρος της απόδειξης δεν οφείλουν».
Αλήθεια; Και ποιος επιτρέπει σ’ αυτές τις «ομάδες» να συμπεριφέρονται μ’ αυτόν τον τρόπο; Ποιος τους προστατεύει επειδή εκπροσωπούν ισχυρά οικονομικά συμφέροντα – χρηματοδότες των πολιτικών δραστηριοτήτων; Ποιος τους εκτρέφει με την θεσμοθετημένη διαπλοκή; Γιατί δεν ελέγχονται;
Μίλησε και γι’ αυτούς που έβγαλαν τα χρήματά τους στο εξωτερικό ο κ. Νικολούδης. «Όλοι μαζί τα φύγαμε», είπε, παραφράζοντας την γνωστή πλέον φράση. Είπε πως σ’ αυτό το σπορ επιδόθηκαν ακόμη και καλόγριες! Αλλά όχι πολιτικοί! Αλήθεια; Και ποιος μας βεβαιώνει ότι οι καλόγριες δεν ήταν ενεργούμενα αυτών που «φέρουν το βάρος της απόδειξης των πηγών των χρημάτων τους;». Και από πού και ως πού κάθε Αύγουστο, όταν, σκόπιμα μέσα στον καύσωνα και στις διακοπές, δίνονται στη δημοσιότητα τα «πόθεν έσχες» των πολιτικών, χρειαζόμαστε μια βδομάδα για μια γρήγορη ανάγνωση;
Ποιος έφτιαξε τον νόμο (2843/2000) με τον οποίο αφαιρέθηκε από την εισαγγελική αρχή η δυνατότητα διενέργειας ανάκρισης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης για πιθανολογούμενα αδικήματα στο Χρηματιστήριο, παρά μόνο αν υπήρχε άδεια του δικαστικού συμβουλίου;
Ποιος έφτιαξε τον νόμο (2522/1997) που επέτρεπε την μη εκτέλεση ακόμη και αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες ακύρωναν παράνομες αναθέσεις δημοσίων συμβάσεων;
Ποιος μετέτρεψε την απιστία περί την υπηρεσία από κακούργημα σε πλημμέλημα (2178/1993);
Ποιος έφτιαξε τον φορολογικό νόμο (3021/2001), με τον οποίο καταργήθηκε εμμέσως το πόθεν έσχες και δόθηκε η δυνατότητα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, απαλλάσσοντας τα φυσικά πρόσωπα από την υποχρέωση να δικαιολογούν στην Εφορία την προέλευση των χρηματικών ποσών που κατέβαλλαν, προκειμένου να χορηγήσουν δάνεια σε άλλους ιδιώτες ή επιχειρήσεις στις οποίες ήσαν μέλη ή μέτοχοι για να αγοράσουν μετοχές ανωνύμων εταιριών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο;
Ποιος έφτιαξε τον νόμο, που προστέθηκε ως τροπολογία στο… νομοσχέδιο για την στέγαση των δημοσίων υπηρεσιών και με τον οποίο απαλλάχθηκαν από κάθε ποινική ευθύνη οι διοικήσεις των προβληματικών επιχειρήσεων περιόδου 1983 -1990;
Ποιος έφτιαξε τον νόμο (2446/96) με τον οποίο η σύναψη προγραμματικών συμφωνιών από της διοικήσεις των ΔΕΚΟ επιτρεπόταν να γίνεται… «κατά παρέκκλιση κειμένων διατάξεων»;
Για να μην μιλήσουμε ξανά για το άρθρο (περί γρήγορης παραγραφής των αδικημάτων των πολιτικών) 86 του Συντάγματος, που επιμένουν να μην μαζεύονται τριακόσιοι άνθρωποι για να το αλλάξουν, αρκούμενοι σε πασαλείμματα, όπως το τελευταίο με τις αλλαγές του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
Και τέλος, ποιος εξέθρεψε το ρουσφέτι και μοίρασε διορισμούς και υπογραφές; Ποιος άλλος εκτός από τον πολιτικό μας κόσμο;
Ποιος άλλος εκτός από τον πολιτικό μας κόσμο εκμαύλισε τον λαό, εκτρέφοντας την φαυλοκρατία, την αδιαφορία, την επικράτηση του ατομικού έναντι του κατά Αριστοτέλη Κοινού Καλού;
Ποιος μας κατάντησε όπως ακριβώς μας περιγράφει, με πικρό χιούμορ, στο εξαιρετικό – και πάντα επίκαιρο, αν και πρωτοανέβηκε το 1979 – θεατρικό έργο του Μάριου Ποντίκα «Εσωτερικαί Ειδήσεις»; (elzoni.gr)
Αξίζει να το απολαύσετε, εκεί, στο Θέατρο «Ράγες», στο Γκάζι, για να δείτε να ξεδιπλώνονται με τον πιο σύγχρονο και σπαρταριστό τρόπο σκηνές από την σημερινή Ελλάδα. Μια ομάδα σπουδαίων ηθοποιών, σε σκηνοθεσία Μάνου Τσότρα, ετοίμασε την κωμωδία της χρονιάς, τον καθρέφτη της κοινωνίας μας, όπως την έπλασε στα μέτρα του το πολιτικό κατεστημένο. Χωρίς υπερβολές, ανώφελες ρητορείες και ηθικοπλαστικά κηρύγματα.
Για να νιώσουμε πώς φθάσαμε ως εδώ και ποιοι ευθύνονται γι’ αυτό. Πώς φθάσαμε να κρεμόμαστε και πάλι από τα χείλη – και τα ληστρικά επιτόκια - των ισχυρών, πώς καταντήσαμε να ζητιανεύουμε το επόμενο δάνειο και την επόμενη επιμήκυνση.
«Μοναχή τον δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή
δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί»…
Χρόνια Πολλά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου