«Ελλην ων τη φωνή ουκ αν ποτέ φαίην Ελλην είναι...», δηλαδή: «Αν και είμαι Ελληνας στη γλώσσα, δεν θα έλεγα ποτέ ότι είμαι Ελληνας, διότι δεν σκέφτομαι όπως κάποτε σκέφτονταν οι Ελληνες· αντιθέτως θέλω να με αποκαλούν σύμφωνα με την πίστη μου. Κι αν κανείς με ρωτούσε ποιος είμαι, θα απαντούσα ότι είμαι χριστιανός». Γεννάδιος Σχολάριος
ο πρώτος πατριάρχης υπό την εξουσία των Οθωμανών στην Πόλη,
λόγιος, συγγραφέας, θεολόγος, φιλόσοφος, μάλιστα αριστοτελικός, έριξε στη φωτιά με τα ίδια του τα χέρια το έργο «Νόμων Συγγραφή» του Πλήθωνα. Λίγο πριν να
πεθάνει ο ο Γεννάδιος το 1472, κι ενώ ησύχαζε μοναχός, έγραψε Θρήνους «επί του Γένους ολέθρω»...
Μάρτιος, 23η ημέρα, του Σωτηρίου έτους 1821, Κολοκοτρώνης, Νικηταράς και Παπαφλέσσας μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη έμπαιναν ελευθερωτές στην Καλαμάτα
νυχτέρι για τα λάβαρα αποβραδίς στους Αγίους Αποστόλους, σαν σε επιτάφιο, και την αυγή,
σαν αητοί οι σημαίες της παλιγγενεσίας ακόνιζαν τα νυχάκια τους...
... λαμπρός καιρός για πόλεμο τούτην την άνοιξη, ραγιάδες και κοντά ο καιρός που μύρα θα ανθίζουν απ' το στόμα του Αθανάσιου Διάκου στην Αλαμάνα
κοντά στους τάφους των 700 Θεσπιέων και τον νόμο των ομοίων Λακεδαιμονίων...
***
Χρόνια πολλά μετά ο Τάσσος θα χαράζει βυζαντινούς αγγέλους αντάρτες με τα φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος αρματολούς ΕΑΜίτες κι ΕΛΑΣίτες,
χρόνια πολλά πριν, όταν ακόμα στον Μοριά έκοβαν ψυχές οι Βενετοί έκοβαν ψυχές κι οι Τούρκοι, πριν απ' τα Ορλωφικά, νύχτα βαριά
πάλι 23 Μαρτίου ας πούμε, αντέγραφε το καλογεράκι στο μοναστήρι της Βοδενάς, Πλήθωνα: «Ελληνες γαρ εσμέν το γένος ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί» ενώ τρεις χιλιάδες μίλια μακρυά στη Συνασσό της Καππαδοκίας, την ίδια εποχή πλούσιοι προεστοί (που είχαν κάνει λεφτά στην Πόλη) εξαγόραζαν απ' τον Αγά την άδεια να ανοίξουν «Ελληνικόν» (έτσι έλεγαν τότε τα σχολεία τής θύραθεν κυρίως παιδείας) Αρρένων κι ύστερα
τσακ ένα «Παρθεναγωγείο» -να μαθαίνουν και τα κορίτσια γράμματα. Εκεί και τότε στη μέση των αιώνων. Τους έκοψαν κι αυτών, αργότερα τα κεφάλια οι Αγάδες, αλλά ο σπόρος
είχε σπαρθεί.
Ραγιάδες οι Γραικοί, οι Ρωμαίοι, οι Ρωμιοί, αυτοί που στη δύση τούς έλεγαν χίλια χρόνια τώρα Ελληνες ή Σχισματικούς και στην ανατολή αποκαλούσαν Ρουμ ή Γιουνάν, σκυφτοί οι πιο πολλοί στις λασποκαλύβες τους, «στις πεζούλες τους» όπως θα έλεγε αργότερα ο Βελουχιώτης, τσοπαναραίοι και γεωργοί στη Θεσσαλία, στην Ηπειρο και στη Ρούμελη, αυτοί που λέει ο Φίνλεϋ ότι κράτησαν
στις καρδιές τους «ζωντανή τη συνείδηση του ελληνικού έθνους» με τις ιστορίες της γιαγιάς και το ψαλτήρι,
αυτοί η πρώτη ύλη
του λαού
στα χαμηλά εκκλησάκια με τα χαμηλωμένα μάτια και τις ταπεινές πόρτες, δίπλα στις φλογίτσες των κεριών, σαν τα χρυσά δάκρυα των αγγέλων, αυτοί ήταν οι Ρωμιοί το Γένος
η αιχμάλωτη Ρωμανία που άνθιζε μέσα της με το πένθος ενός ατέλειωτου δεκαπεντασύλλαβου ομηρικού, να τη μεθάει για ανάσταση
φως και ήλιο
ώσπου ο θρήνος του Νικηφόρου Χωνιάτη κι ο θούριος του Ρήγα να γίνουν το Πρώτο Σύνταγμα.
Πολύς δρόμος για να φθάσουν ώς εκεί οι αληταραίοι οι κλέφτες, οι ληστές και οι πειρατές. Κι ύστερα έμποροι στη Φραγκιά και μισθοφόροι, να φέρουν πίσω τα γράμματα και τα φλουριά, πολύς δρόμος ώσπου
να αρχίσει να φωνάζει «ωρέ Ελληνες» ο Κολοκοτρώνης και να δείχνει τον μπούτζον του στην Τουρκιά ο Καραϊσκάκης: «ωρέ αν ζήσω θα σας γαμήσω. Κι αν πάλι σκοτωθώ, θα μου κλάσετε τ' αρχίδια», πολύς δρόμος, πολύ αίμα, πολλές εξεγέρσεις,
πολλοί γενίτσαροι, πολλοί τουρκεμένοι, πολλοί ναιναίκοι, καρακόλια και δωσίλογοι, ώσπου να καρπίσει η καρατομημένη κάρα του Σκυλόσοφου και να γεμίσει τον τόπο ο Παπαφλέσσας με εγερτήρια γενναία ψέματα,
έφαγε πολλές τούρκικες ψυχές στην Τρίπολη ο Αδης και άλλες τόσες ρωμαίικες στη Χίο, έπεσαν Φιλέλληνες πολλοί στην κοπρισμένη λάσπη της μάχης κι άλλοι τούρκεψαν, ώσπου να αποκτήσει πάλι αυτεξούσιο ο φτωχός και να του το αρπάξει ξανά ο πλούσιος - έτσι περπατάει η ιστορία των ανθρώπων
για άλλους είναι μεθύσι και παίρνουν στα σοβαρά τις μεγάλες κουβέντες και τα μεγάλα έργα,
για άλλους είναι δάνειο, και πληρώνουν πειθήνιοι τους τόκους του στον θάνατο, ώσπου να πεθάνουν...
Μα τον μπούτζον του Καραϊσκάσκη που θα έλεγε και η Μπουμπουλίνα πλένοντας τα σπασμένα κόκκαλα του Οδυσσέα Αντρούτσου που ξετούρκεψε κι έκανε το χάνι της Γραβιάς
όρκον αμάραντον...
ΣΤΑΘΗΣ Σ.
ο πρώτος πατριάρχης υπό την εξουσία των Οθωμανών στην Πόλη,
λόγιος, συγγραφέας, θεολόγος, φιλόσοφος, μάλιστα αριστοτελικός, έριξε στη φωτιά με τα ίδια του τα χέρια το έργο «Νόμων Συγγραφή» του Πλήθωνα. Λίγο πριν να
πεθάνει ο ο Γεννάδιος το 1472, κι ενώ ησύχαζε μοναχός, έγραψε Θρήνους «επί του Γένους ολέθρω»...
Μάρτιος, 23η ημέρα, του Σωτηρίου έτους 1821, Κολοκοτρώνης, Νικηταράς και Παπαφλέσσας μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη έμπαιναν ελευθερωτές στην Καλαμάτα
νυχτέρι για τα λάβαρα αποβραδίς στους Αγίους Αποστόλους, σαν σε επιτάφιο, και την αυγή,
σαν αητοί οι σημαίες της παλιγγενεσίας ακόνιζαν τα νυχάκια τους...
... λαμπρός καιρός για πόλεμο τούτην την άνοιξη, ραγιάδες και κοντά ο καιρός που μύρα θα ανθίζουν απ' το στόμα του Αθανάσιου Διάκου στην Αλαμάνα
κοντά στους τάφους των 700 Θεσπιέων και τον νόμο των ομοίων Λακεδαιμονίων...
***
Χρόνια πολλά μετά ο Τάσσος θα χαράζει βυζαντινούς αγγέλους αντάρτες με τα φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος αρματολούς ΕΑΜίτες κι ΕΛΑΣίτες,
χρόνια πολλά πριν, όταν ακόμα στον Μοριά έκοβαν ψυχές οι Βενετοί έκοβαν ψυχές κι οι Τούρκοι, πριν απ' τα Ορλωφικά, νύχτα βαριά
πάλι 23 Μαρτίου ας πούμε, αντέγραφε το καλογεράκι στο μοναστήρι της Βοδενάς, Πλήθωνα: «Ελληνες γαρ εσμέν το γένος ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί» ενώ τρεις χιλιάδες μίλια μακρυά στη Συνασσό της Καππαδοκίας, την ίδια εποχή πλούσιοι προεστοί (που είχαν κάνει λεφτά στην Πόλη) εξαγόραζαν απ' τον Αγά την άδεια να ανοίξουν «Ελληνικόν» (έτσι έλεγαν τότε τα σχολεία τής θύραθεν κυρίως παιδείας) Αρρένων κι ύστερα
τσακ ένα «Παρθεναγωγείο» -να μαθαίνουν και τα κορίτσια γράμματα. Εκεί και τότε στη μέση των αιώνων. Τους έκοψαν κι αυτών, αργότερα τα κεφάλια οι Αγάδες, αλλά ο σπόρος
είχε σπαρθεί.
Ραγιάδες οι Γραικοί, οι Ρωμαίοι, οι Ρωμιοί, αυτοί που στη δύση τούς έλεγαν χίλια χρόνια τώρα Ελληνες ή Σχισματικούς και στην ανατολή αποκαλούσαν Ρουμ ή Γιουνάν, σκυφτοί οι πιο πολλοί στις λασποκαλύβες τους, «στις πεζούλες τους» όπως θα έλεγε αργότερα ο Βελουχιώτης, τσοπαναραίοι και γεωργοί στη Θεσσαλία, στην Ηπειρο και στη Ρούμελη, αυτοί που λέει ο Φίνλεϋ ότι κράτησαν
στις καρδιές τους «ζωντανή τη συνείδηση του ελληνικού έθνους» με τις ιστορίες της γιαγιάς και το ψαλτήρι,
αυτοί η πρώτη ύλη
του λαού
στα χαμηλά εκκλησάκια με τα χαμηλωμένα μάτια και τις ταπεινές πόρτες, δίπλα στις φλογίτσες των κεριών, σαν τα χρυσά δάκρυα των αγγέλων, αυτοί ήταν οι Ρωμιοί το Γένος
η αιχμάλωτη Ρωμανία που άνθιζε μέσα της με το πένθος ενός ατέλειωτου δεκαπεντασύλλαβου ομηρικού, να τη μεθάει για ανάσταση
φως και ήλιο
ώσπου ο θρήνος του Νικηφόρου Χωνιάτη κι ο θούριος του Ρήγα να γίνουν το Πρώτο Σύνταγμα.
Πολύς δρόμος για να φθάσουν ώς εκεί οι αληταραίοι οι κλέφτες, οι ληστές και οι πειρατές. Κι ύστερα έμποροι στη Φραγκιά και μισθοφόροι, να φέρουν πίσω τα γράμματα και τα φλουριά, πολύς δρόμος ώσπου
να αρχίσει να φωνάζει «ωρέ Ελληνες» ο Κολοκοτρώνης και να δείχνει τον μπούτζον του στην Τουρκιά ο Καραϊσκάκης: «ωρέ αν ζήσω θα σας γαμήσω. Κι αν πάλι σκοτωθώ, θα μου κλάσετε τ' αρχίδια», πολύς δρόμος, πολύ αίμα, πολλές εξεγέρσεις,
πολλοί γενίτσαροι, πολλοί τουρκεμένοι, πολλοί ναιναίκοι, καρακόλια και δωσίλογοι, ώσπου να καρπίσει η καρατομημένη κάρα του Σκυλόσοφου και να γεμίσει τον τόπο ο Παπαφλέσσας με εγερτήρια γενναία ψέματα,
έφαγε πολλές τούρκικες ψυχές στην Τρίπολη ο Αδης και άλλες τόσες ρωμαίικες στη Χίο, έπεσαν Φιλέλληνες πολλοί στην κοπρισμένη λάσπη της μάχης κι άλλοι τούρκεψαν, ώσπου να αποκτήσει πάλι αυτεξούσιο ο φτωχός και να του το αρπάξει ξανά ο πλούσιος - έτσι περπατάει η ιστορία των ανθρώπων
για άλλους είναι μεθύσι και παίρνουν στα σοβαρά τις μεγάλες κουβέντες και τα μεγάλα έργα,
για άλλους είναι δάνειο, και πληρώνουν πειθήνιοι τους τόκους του στον θάνατο, ώσπου να πεθάνουν...
Μα τον μπούτζον του Καραϊσκάσκη που θα έλεγε και η Μπουμπουλίνα πλένοντας τα σπασμένα κόκκαλα του Οδυσσέα Αντρούτσου που ξετούρκεψε κι έκανε το χάνι της Γραβιάς
όρκον αμάραντον...
ΣΤΑΘΗΣ Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου