Οι βρυχηθμοί ενός Πάγκαλου δεν είναι παρά ο τρόπος που έχει κανείς, σε καιρούς τηλεοπτικής δημοκρατίας, να υπερασπίζεται στοιχειωδώς πειστικά μια υπόθεση χαμένη από χέρι.
Του Αντώνη Πανούση
Ότι ο αντιπρόεδρος μιας κυβέρνησης είναι κατά κανόνα κάτι περισσότερο απ’τον τρελό του χωριού («πληθωρικός», για να ακολουθούμε τη σικ ορολογία), αυτό είναι μάλλον προφανές. Θα έπρεπε να είναι εξίσου αυταπόδεικτο ότι ο τραμπουκισμός του Πάγκαλου δεν είναι παρά κάτι απλά θεαματικότερο (χωρίς δηλαδή σοβαρή διαφορά επί της ουσίας) από τον μειλίχιο Παπανδρέου να κατηγορεί το ΚΚΕ ότι κινείται εκτός Συντάγματος, από τον βελούδινο Ραγκούση να λέει σε απεργούς πείνας ότι θέλουν ρουσφέτι, από τον σπαραξικάρδιο Λοβέρδο να χαριεντίζεται με τον Άδωνη στη Βουλή και από τους υπεράνω υποψίας Δαβαράκη και Τέλογλου, στο protagon πέρσι τον Απρίλη, ν’αναρωτιούνται μήπως μια μίνι Χούντα είναι αναγκαία θυσία για να σωθεί η δημοκρατία μας.
Ας μην ανακαλύπτουμε την Αμερική: μια κυβέρνηση που με κοινωνικούς όρους κινείται ακροδεξιά του δρόμου, μάλλον λογικά εκπροσωπείται από έναν τύπο που απλά απεχθάνεται τις αβρότητες με τον αντίπαλο. Από έναν τύπο που, σε αντίθεση με πολλούς αντιπάλους του, έχει κατανοήσει σε βάθος τι ήθελε να πει ο ναζί συνταγματολόγος Καρλ Σμιτ, όταν στο Μεσοπόλεμο εξηγούσε τι πάει να πει Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης και τι να διακρίνεις τον Φίλο απ΄τον Εχθρό.
Η ενασχόληση, λοιπόν, με το (αποκρουστικό) πρόσωπο Πάγκαλος έχει τόσο νόημα όσο και το να ασχολείται κανείς με τον Κούγια. Δεν εννοώ ότι οι δυό τηλεπερσόνες είναι εξίσου γραφικές. Εννοώ ότι κάποια στιγμή πρέπει να πάμε την κριτική λίγο πιο πέρα από τα «ορατά πράγματα» (τι αμετροεπής που είναι ο αντιπρόεδρος, τι κραυγαλέο το «μαζί τα φάγαμε» κ.λπ). Να δούμε δηλαδή ότι οι βρυχηθμοί ενός Πάγκαλου δεν είναι παρά ο τρόπος που έχει κανείς, σε καιρούς τηλεοπτικής δημοκρατίας, να υπερασπίζεται στοιχειωδώς πειστικά μια υπόθεση χαμένη.
Τον Δεκέμβρη του 2008, και ιδίως αφότου δημοσιοποιήθηκε το βίντεο της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου, με δυσκολία θα έβρισκες έναν άνθρωπο στην Ελλάδα να σου πει «ο Κορκονέας είναι αθώος». Ήταν αυτό ακριβώς που υποχρέωνε, σχεδόν, τον Κούγια να πολώσει τη συζήτηση ασχημονώντας. Σήμερα, με την εξαίρεση των columnists της Καθημερινής και του Λαμπράκη, δεν υπάρχει ένας άνθρωπος στη χώρα να σου πει πως το ΠΑΣΟΚ έχει σχέδιο. Ο πιο λογικός, λοιπόν, τρόπος να μείνει στο παιχνίδι κάποιος που υπερασπίζεται μια υπόθεση χαμένη από χέρι, είναι –είτε λέγεται Πάγκαλος, είτε Κούγιας- να προκαλέσει. Να δοκιμάσει τις αντοχές του αντιπάλου πετώντας τη μπάλα στην αντίπερα όχθη, υπολογίζοντας ότι, όταν αυτή ξανάρθει, θα έρθει τουλάχιστον σ’ένα σημείο κοντινότερο αποκεί που ήταν και που θα περιμέναμε να βρεθεί εξαρχής. Οι πιο παλαιοκομμουνιστές κάτι γνωρίζουν για τη λενινιστική βέργα, που για να’ρθεί στα ίσα της, πρέπει να τη στραβώσεις απ’την ανάποδη. Με κίνδυνο, βεβαίως, να τη σπάσεις.
Αυτό που κάνει ο Πάγκαλος, λοιπόν, δεν οφείλεται στο ιδιόρρυθμο ταμπεραμέντο του: αυτό θα ντρεπόταν να το υποστηρίξει ακόμα κι ο Παπαχελάς. Οι χαμένες υποθέσεις έχουν τύχη μόνο αν το πράγμα το φτάσεις στα άκρα, πράγμα γνωστό για όσους –όπως ο Πάγκαλος- γνωρίζουν ότι στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν ήταν η Αριστερά που πήγε το παιχνίδι στα άκρα για να το σώσει.
Ο Πάγκαλος, κάθε άλλο παρά στερούμενος ενστίκτου (και ασφαλώς κάτι περισσότερο από τρελός του χωριού), φτιάχνει πιθανότατα το κλίμα για μια αυταρχική οικουμενική κυβέρνηση, στην οποία θα έχουν θέση ο Βορίδης, ο Δένδιας, ο Κουβέλης και η Ντόρα Μπακογιάννη. Αυτή, όμως, είναι η προφανής όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι ο σοβαρός κίνδυνος που διατρέχει κάθε βολονταριστής να σπάσει τη βέργα που θέλει να ισιώσει. Με πιο απλά λόγια: το ερώτημα δεν είναι μέχρι πού θα φτάσει η στοχοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ από τον Πάγκαλο. Είναι αν ο Πάγκαλος αντιλαμβάνεται πως κρώζοντας, μάλλον ενώνει (αντί να αποξενώνει) τον ΣΥΡΙΖΑ με τα εκατομμύρια όσων ζουν και δουλεύουν στην Ελλάδα, επιθυμούν δε διακαώς να δουν τον Πάγκαλο να φεύγει με το πρώτο ελικόπτερο για τα Νησιά Φίτζι.
Του Αντώνη Πανούση
Ότι ο αντιπρόεδρος μιας κυβέρνησης είναι κατά κανόνα κάτι περισσότερο απ’τον τρελό του χωριού («πληθωρικός», για να ακολουθούμε τη σικ ορολογία), αυτό είναι μάλλον προφανές. Θα έπρεπε να είναι εξίσου αυταπόδεικτο ότι ο τραμπουκισμός του Πάγκαλου δεν είναι παρά κάτι απλά θεαματικότερο (χωρίς δηλαδή σοβαρή διαφορά επί της ουσίας) από τον μειλίχιο Παπανδρέου να κατηγορεί το ΚΚΕ ότι κινείται εκτός Συντάγματος, από τον βελούδινο Ραγκούση να λέει σε απεργούς πείνας ότι θέλουν ρουσφέτι, από τον σπαραξικάρδιο Λοβέρδο να χαριεντίζεται με τον Άδωνη στη Βουλή και από τους υπεράνω υποψίας Δαβαράκη και Τέλογλου, στο protagon πέρσι τον Απρίλη, ν’αναρωτιούνται μήπως μια μίνι Χούντα είναι αναγκαία θυσία για να σωθεί η δημοκρατία μας.
Ας μην ανακαλύπτουμε την Αμερική: μια κυβέρνηση που με κοινωνικούς όρους κινείται ακροδεξιά του δρόμου, μάλλον λογικά εκπροσωπείται από έναν τύπο που απλά απεχθάνεται τις αβρότητες με τον αντίπαλο. Από έναν τύπο που, σε αντίθεση με πολλούς αντιπάλους του, έχει κατανοήσει σε βάθος τι ήθελε να πει ο ναζί συνταγματολόγος Καρλ Σμιτ, όταν στο Μεσοπόλεμο εξηγούσε τι πάει να πει Κατάσταση Έκτακτης Ανάγκης και τι να διακρίνεις τον Φίλο απ΄τον Εχθρό.
Η ενασχόληση, λοιπόν, με το (αποκρουστικό) πρόσωπο Πάγκαλος έχει τόσο νόημα όσο και το να ασχολείται κανείς με τον Κούγια. Δεν εννοώ ότι οι δυό τηλεπερσόνες είναι εξίσου γραφικές. Εννοώ ότι κάποια στιγμή πρέπει να πάμε την κριτική λίγο πιο πέρα από τα «ορατά πράγματα» (τι αμετροεπής που είναι ο αντιπρόεδρος, τι κραυγαλέο το «μαζί τα φάγαμε» κ.λπ). Να δούμε δηλαδή ότι οι βρυχηθμοί ενός Πάγκαλου δεν είναι παρά ο τρόπος που έχει κανείς, σε καιρούς τηλεοπτικής δημοκρατίας, να υπερασπίζεται στοιχειωδώς πειστικά μια υπόθεση χαμένη.
Τον Δεκέμβρη του 2008, και ιδίως αφότου δημοσιοποιήθηκε το βίντεο της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου, με δυσκολία θα έβρισκες έναν άνθρωπο στην Ελλάδα να σου πει «ο Κορκονέας είναι αθώος». Ήταν αυτό ακριβώς που υποχρέωνε, σχεδόν, τον Κούγια να πολώσει τη συζήτηση ασχημονώντας. Σήμερα, με την εξαίρεση των columnists της Καθημερινής και του Λαμπράκη, δεν υπάρχει ένας άνθρωπος στη χώρα να σου πει πως το ΠΑΣΟΚ έχει σχέδιο. Ο πιο λογικός, λοιπόν, τρόπος να μείνει στο παιχνίδι κάποιος που υπερασπίζεται μια υπόθεση χαμένη από χέρι, είναι –είτε λέγεται Πάγκαλος, είτε Κούγιας- να προκαλέσει. Να δοκιμάσει τις αντοχές του αντιπάλου πετώντας τη μπάλα στην αντίπερα όχθη, υπολογίζοντας ότι, όταν αυτή ξανάρθει, θα έρθει τουλάχιστον σ’ένα σημείο κοντινότερο αποκεί που ήταν και που θα περιμέναμε να βρεθεί εξαρχής. Οι πιο παλαιοκομμουνιστές κάτι γνωρίζουν για τη λενινιστική βέργα, που για να’ρθεί στα ίσα της, πρέπει να τη στραβώσεις απ’την ανάποδη. Με κίνδυνο, βεβαίως, να τη σπάσεις.
Αυτό που κάνει ο Πάγκαλος, λοιπόν, δεν οφείλεται στο ιδιόρρυθμο ταμπεραμέντο του: αυτό θα ντρεπόταν να το υποστηρίξει ακόμα κι ο Παπαχελάς. Οι χαμένες υποθέσεις έχουν τύχη μόνο αν το πράγμα το φτάσεις στα άκρα, πράγμα γνωστό για όσους –όπως ο Πάγκαλος- γνωρίζουν ότι στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν ήταν η Αριστερά που πήγε το παιχνίδι στα άκρα για να το σώσει.
Ο Πάγκαλος, κάθε άλλο παρά στερούμενος ενστίκτου (και ασφαλώς κάτι περισσότερο από τρελός του χωριού), φτιάχνει πιθανότατα το κλίμα για μια αυταρχική οικουμενική κυβέρνηση, στην οποία θα έχουν θέση ο Βορίδης, ο Δένδιας, ο Κουβέλης και η Ντόρα Μπακογιάννη. Αυτή, όμως, είναι η προφανής όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι ο σοβαρός κίνδυνος που διατρέχει κάθε βολονταριστής να σπάσει τη βέργα που θέλει να ισιώσει. Με πιο απλά λόγια: το ερώτημα δεν είναι μέχρι πού θα φτάσει η στοχοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ από τον Πάγκαλο. Είναι αν ο Πάγκαλος αντιλαμβάνεται πως κρώζοντας, μάλλον ενώνει (αντί να αποξενώνει) τον ΣΥΡΙΖΑ με τα εκατομμύρια όσων ζουν και δουλεύουν στην Ελλάδα, επιθυμούν δε διακαώς να δουν τον Πάγκαλο να φεύγει με το πρώτο ελικόπτερο για τα Νησιά Φίτζι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου