Η αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά 0,25% την ερχόμενη Πέμπτη, καθώς και οι αυξήσεις που σχεδιάζει για τους επόμενους μήνες, δημιουργούν ασφυκτικό περιβάλλον για τις υπερχρεωμένες χώρες της ευρω-περιφέρειας και τις τράπεζες, με τους αναλυτές να προειδοποιούν για σημαντικές «παράπλευρες απώλειες» από τη μάχη της ευρωτράπεζας κατά του πληθωρισμού.
Το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ είναι αμετάβλητο από τον Μάιο του 2009 και την Πέμπτη θα αυξηθεί στο 1,25%. Μέχρι το τέλος του έτους, προβλέπεται ότι θα ανέλθει στα επίπεδα του 1,75% - 2%.
Οι άνισοι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνης δείχνουν ότι ουσιαστικά η ΕΚΤ δεν μπορεί να προσαρμόσει τη νομισματική πολιτική της στις ξεχωριστές ανάγκες των 17 χωρών-μελών, ενώ το αυξημένο κόστος δανεισμού οδηγεί υψηλότερα και το ευρώ, πλήττοντας τις εξαγωγές και καθιστώντας ακόμα σκληρότερη τη διαδικασία της «εσωτερικής υποτίμησης».
Η σημερινή κατάσταση είναι η ακριβώς αντίστροφη απ' ότι συνέβαινε πριν τον Δεκέμβριο του 2005, όταν η ΕΚΤ είχε αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια. Στη Γερμανία ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 0,8% και σε Ιρλανδία και Ισπανία οι οικονομίες «έτρεχαν» με ρυθμούς της τάξεως του 6% και 3,6% αντίστοιχα.
Σήμερα, η γερμανική οικονομία σημειώνει τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης των δύο τελευταίων ετών (και συνεπώς χρειάζεται αύξηση επιτοκίων), ενώ στην υπερχρεωμένη ευρωπεριφέρεια η ελληνική οικονομία προβλέπεται ότι θα συρρικνωθεί κατά τουλάχιστον 3% εφέτος (άρα, χρειάζεται χαμηλά επιτόκια).
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Credit Suisse, οι οποίοι κάνουν λόγο για «λανθασμένη πολιτική» της ΕΚΤ, οι οικονομίες της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας (το 17% της Ευρωζώνης) θα χρειαζόντουσαν σήμερα αρνητικά επιτόκια (-4,6%) ώστε να στηρίξουν τις οικονομίες τους, σύμφωνα με τον «κανόνα Τέιλορ», ενώ για τη Γερμανία (το 30% της Ευρωζώνης) θα έπρεπε να είναι στο 4,5%.
Στην Ελλάδα, όπου το δημόσιο χρέος προβλέπεται να σκαρφαλώσει στο 156% του ΑΕΠ ως το 2014, εκτιμάται ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα επιβαρυνθεί κατά 1,6% του ΑΕΠ (3,5 δισ. ευρώ περίπου) αν το κόστος δανεισμού στην αγορά αυξηθεί κατά 1% λόγω των αυξημένων επιτοκίων της ΕΚΤ.
Η αναπροσαρμογή των επιτοκίων οδηγεί υψηλότερα και το κόστος δανεισμού για κράτη, επιχειρήσεις και ιδιώτες.
Αυτό το τρίμηνο οι χώρες της Ευρωζώνης αναζητούν από τις αγορές για να δανειστούν κεφάλαια 147 δισ. ευρώ.
Όπως επισημαίνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank, Τόμας Μάγιερ, η ΕΚΤ αυξάνοντας τα επιτόκια και αποσύροντας σταδιακά ορισμένα από τα έκτακτα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας, ενισχύει τις πιέσεις στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να λύσουν την κρίση και να αποκαταστήσουν τη δημοσιονομική πειθαρχία στους προϋπολογισμούς τους.
Οι κυβερνήσεις «έχουν αρκετό χρόνο για να καταλάβουν ότι η κοινή νομισματική πολιτική» δεν μπορεί να είναι ένα «κουστούμι» που ταιριάζει σε όλες τις χώρες.
Επίσης, το αυξημένο κόστος του χρήματος θα πλήξει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, κυρίως στις ασθενέστερες οικονομίες, καθώς τα περισσότερα δάνεια έχoυν συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Το επίπεδο μόχλευσης του ιδιωτικού τομέα σε Ισπανία, Πορτογαλία και Ισπανία έχει ανέλθει στο 210% του ΑΕΠ, περίπου 100% υψηλότερα σε σύγκριση με τη Γερμανία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Credit Suisse.
Ο φόβος σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις είναι ότι θα δούμε νέα «λουκέτα», ενώ θα πληγούν και οι τράπεζες.
Σύμφωνα με την Citigroup, τα «κόκκινα» δάνεια σε Ιρλανδία και Ισπανία είναι πάνω από το 10% των συνολικών δανείων, ενώ στην Ισπανία το ποσοστό αυτό είναι 6%.
Η απόφαση για αύξηση των επιτοκίων «είναι πολύ κακή αυτήν την χρονική στιγμή», λέει από την πλευρά της η High Frequency Economics.
Η αύξηση των επιτοκίων θα οδηγήσει υψηλότερα το κόστος δανεισμού στις υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, ενώ δεν αποκλείεται να τις οδηγήσει ακόμα σε κατάρρευση, σημειώνει.
Για την Ελλάδα, εκτιμά πως θα απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από τους στόχους του προγράμματος προσαρμογής (μνημόνιο), για την Πορτογαλία υποστηρίζει ότι θα βρεθεί σε μεγάλο κίνδυνο ενόψει της πληρωμής κουπονιού ομολόγου στις 15 Απριλίου, ενώ σημειώνει ότι θα αυξηθεί περαιτέρω το κόστος διάσωσης των ιρλανδικών τραπεζών.
Το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ είναι αμετάβλητο από τον Μάιο του 2009 και την Πέμπτη θα αυξηθεί στο 1,25%. Μέχρι το τέλος του έτους, προβλέπεται ότι θα ανέλθει στα επίπεδα του 1,75% - 2%.
Οι άνισοι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνης δείχνουν ότι ουσιαστικά η ΕΚΤ δεν μπορεί να προσαρμόσει τη νομισματική πολιτική της στις ξεχωριστές ανάγκες των 17 χωρών-μελών, ενώ το αυξημένο κόστος δανεισμού οδηγεί υψηλότερα και το ευρώ, πλήττοντας τις εξαγωγές και καθιστώντας ακόμα σκληρότερη τη διαδικασία της «εσωτερικής υποτίμησης».
Η σημερινή κατάσταση είναι η ακριβώς αντίστροφη απ' ότι συνέβαινε πριν τον Δεκέμβριο του 2005, όταν η ΕΚΤ είχε αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια. Στη Γερμανία ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν 0,8% και σε Ιρλανδία και Ισπανία οι οικονομίες «έτρεχαν» με ρυθμούς της τάξεως του 6% και 3,6% αντίστοιχα.
Σήμερα, η γερμανική οικονομία σημειώνει τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης των δύο τελευταίων ετών (και συνεπώς χρειάζεται αύξηση επιτοκίων), ενώ στην υπερχρεωμένη ευρωπεριφέρεια η ελληνική οικονομία προβλέπεται ότι θα συρρικνωθεί κατά τουλάχιστον 3% εφέτος (άρα, χρειάζεται χαμηλά επιτόκια).
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Credit Suisse, οι οποίοι κάνουν λόγο για «λανθασμένη πολιτική» της ΕΚΤ, οι οικονομίες της Ελλάδας, της Ισπανίας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας (το 17% της Ευρωζώνης) θα χρειαζόντουσαν σήμερα αρνητικά επιτόκια (-4,6%) ώστε να στηρίξουν τις οικονομίες τους, σύμφωνα με τον «κανόνα Τέιλορ», ενώ για τη Γερμανία (το 30% της Ευρωζώνης) θα έπρεπε να είναι στο 4,5%.
Στην Ελλάδα, όπου το δημόσιο χρέος προβλέπεται να σκαρφαλώσει στο 156% του ΑΕΠ ως το 2014, εκτιμάται ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα επιβαρυνθεί κατά 1,6% του ΑΕΠ (3,5 δισ. ευρώ περίπου) αν το κόστος δανεισμού στην αγορά αυξηθεί κατά 1% λόγω των αυξημένων επιτοκίων της ΕΚΤ.
Η αναπροσαρμογή των επιτοκίων οδηγεί υψηλότερα και το κόστος δανεισμού για κράτη, επιχειρήσεις και ιδιώτες.
Αυτό το τρίμηνο οι χώρες της Ευρωζώνης αναζητούν από τις αγορές για να δανειστούν κεφάλαια 147 δισ. ευρώ.
Όπως επισημαίνει ο επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank, Τόμας Μάγιερ, η ΕΚΤ αυξάνοντας τα επιτόκια και αποσύροντας σταδιακά ορισμένα από τα έκτακτα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας, ενισχύει τις πιέσεις στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να λύσουν την κρίση και να αποκαταστήσουν τη δημοσιονομική πειθαρχία στους προϋπολογισμούς τους.
Οι κυβερνήσεις «έχουν αρκετό χρόνο για να καταλάβουν ότι η κοινή νομισματική πολιτική» δεν μπορεί να είναι ένα «κουστούμι» που ταιριάζει σε όλες τις χώρες.
Επίσης, το αυξημένο κόστος του χρήματος θα πλήξει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, κυρίως στις ασθενέστερες οικονομίες, καθώς τα περισσότερα δάνεια έχoυν συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Το επίπεδο μόχλευσης του ιδιωτικού τομέα σε Ισπανία, Πορτογαλία και Ισπανία έχει ανέλθει στο 210% του ΑΕΠ, περίπου 100% υψηλότερα σε σύγκριση με τη Γερμανία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Credit Suisse.
Ο φόβος σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις είναι ότι θα δούμε νέα «λουκέτα», ενώ θα πληγούν και οι τράπεζες.
Σύμφωνα με την Citigroup, τα «κόκκινα» δάνεια σε Ιρλανδία και Ισπανία είναι πάνω από το 10% των συνολικών δανείων, ενώ στην Ισπανία το ποσοστό αυτό είναι 6%.
Η απόφαση για αύξηση των επιτοκίων «είναι πολύ κακή αυτήν την χρονική στιγμή», λέει από την πλευρά της η High Frequency Economics.
Η αύξηση των επιτοκίων θα οδηγήσει υψηλότερα το κόστος δανεισμού στις υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, ενώ δεν αποκλείεται να τις οδηγήσει ακόμα σε κατάρρευση, σημειώνει.
Για την Ελλάδα, εκτιμά πως θα απομακρυνθεί ακόμη περισσότερο από τους στόχους του προγράμματος προσαρμογής (μνημόνιο), για την Πορτογαλία υποστηρίζει ότι θα βρεθεί σε μεγάλο κίνδυνο ενόψει της πληρωμής κουπονιού ομολόγου στις 15 Απριλίου, ενώ σημειώνει ότι θα αυξηθεί περαιτέρω το κόστος διάσωσης των ιρλανδικών τραπεζών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου