Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Όπως φαίνεται, η φαρσοκωμωδία των κυβερνητικών εκβιασμών περί συναίνεσης πηγαίνει αργά και σταθερά προς το τέλος της. Ήδη όλη αυτή η ανοησία έχει εκτροχιάσει το πολιτικό κλίμα με συνέπεια οι εκλογές να αποτελούν πολιτική ατζέντα όχι μόνο για το εσωτερικό, αλλά και για τους διεθνείς παράγοντες που εμπλέκονται με το ελληνικό πρόβλημα – κυρίως δηλαδή τους δανειστές επιτηρητές της χώρας, οι οποίοι φαίνεται να έχουν προεξοφλήσει ότι η κυβέρνηση τελεί υπό κατάρρευση.
Το αποτέλεσμα είναι η προοπτική της κάλπης – συνυπολογιζομένου πάντα και του οικονομικού, πολιτικού και κοινωνικού αδιεξόδου – να μοιάζει περίπου αναπόφευκτη. Με μόνο ερώτημα τον χρόνο προσφυγής.
Τα συνεχή ψέματα, οι φθηνές δικαιολογίες προς τους Κέρβερους της δημοσιονομικής τάξης και ασφάλειας και οι ανεπιτυχείς εκβιασμοί, οι οποίοι εκ των πραγμάτων μπορούν να φέρουν κάλπες ακόμη κι αν κανείς κατά βάθος δεν τις επιθυμεί, φαίνεται πως έχουν φέρει πλέον σε δυσχερή θέση την κυβέρνηση.
Τα παρακάλια της προς τους Ευρωπαίους για να συμμετάσχουν στην επιχείρηση πίεσης προς τη Ν.Δ. κυρίως, αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, έφεραν την παρέμβαση του ξένου παράγοντα, η οποία απλώς κατέδειξε ότι η κυβέρνηση έχει χάσει όχι μόνο τον έλεγχο της οικονομίας, αλλά και την ισχύ της στο πολιτικό σκηνικό.
Αυτό φαίνεται να το κατάλαβαν αμέσως οι πιο ευφυείς στην κυβέρνηση. Ίσως, μαζί με τον εκβιασμό προς την αντιπολίτευση, οι επιτηρητές να τράβηξαν γερά τα κυβερνητικά αυτιά κάνοντας φανερό ότι οι συνομιλητές τους και οι υπόχρεοι να βγάλουν πέρα τα υπογεγραμμένα δεν είναι ούτε ο Σαμαράς ούτε η Παπαρήγα ούτε ο Τσίπρας και οι Οικολόγοι.
Έτσι ή αλλιώς, το ότι οι Ευρωπαίοι, πρώτη φορά στα χρονικά, απέρριψαν εξ ολοκλήρου το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα σταθερότητας και έστειλαν τον Παπακωνσταντίνου να το ξαναγράψει με τη βοήθεια του κλιμακίου της τρόικας ήταν κάτι παραπάνω από ένα σαφές μήνυμα.
Χαμήλωσαν οι τόνοι
Η παρέμβαση του Πάγκαλου κατά του Όλι Ρεν, με το επιχείρημα ότι η απαίτηση του επιτρόπου για συναίνεση των κομμάτων στο πρόγραμμα της Ε.Ε. και του ΔΝΤ είναι «ανορθόδοξη» διότι εισάγει πολιτικούς όρους στο ζήτημα της συνέχισης του προγράμματος χρηματοδοτικής «στήριξης», ήταν ο πρόλογος.
Ακολούθησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γ. Πεταλωτής, ο οποίος είπε πως «Δεν ζητάμε λευκή επιταγή και “ναι” σε όλα από τα πολιτικά κόμματα για την επίτευξη της συναίνεσης», σημαίνοντας την υποχώρηση ως προς την πίεση προς το σύνολο της αντιπολίτευσης.
Είχε βεβαίως προηγηθεί το «Ζάππειο 2» εκ μέρους του Σαμαρά, στο οποίο διατυπώθηκαν προτάσεις από λίγο έως πολύ συμπληρωματικές προς τις αποφάσεις και τα μέτρα της κυβέρνησης, με μια απόχρωση διαφοροποίησης στο φορολογικό και τα ζητήματα της «αγοράς».
Έτσι, λοιπόν, μπορούμε, ευτυχείς πλέον, να αναφωνήσουμε: «Habemus συναίνεση!». Τουλάχιστον μεταξύ των δύο κομμάτων το κλίμα δεν είναι πια τόσο εχθρικό όσο φαινόταν τις προηγούμενες μέρες. Αν σε αυτό προσθέσουμε και κάποιες δόσεις πραγματικής συναίνεσης – διαφορετικές ποσοτικά και ποιοτικά – από τα κόμματα των Καρατζαφέρη, Μπακογιάννη και (λιγότερο) Κουβέλη, τότε... «είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα».
Ε, και λοιπόν;
Απλώς, απ’ όλη αυτή την «ωραία ατμόσφαιρα» μένει απέξω η κλασική κοινοβουλευτική Αριστερά, η οποία ωστόσο δεν έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να αναδειχθεί σε απειλητικό αντίπαλο τόσο στο επίπεδο της οικονομίας όσο και σε αυτό της πολιτικής και της κοινωνίας.
Αλήθεια, όμως, τι ακριβώς μας λύνει η ατμόσφαιρα συναίνεσης; Υποτίθεται ότι αυτή ζητούσαν μετ’ επιτάσεως πολιτικοί, κανάλια, εκδότες, παρατρεχάμενοι, Ευρωπαίοι, Αμερικάνοι και λοιποί. Ούτε η δουλειά της κυβέρνησης γίνεται ευκολότερη ούτε η πολιτική της πειθώ αυξάνεται.
1. Στην αρχή κατηγορήθηκαν τα συνδικάτα ότι παρεμποδίζουν τη «διάσωση» της χώρας. Ε, και λοιπόν; Εντελώς απόντα είναι εξ αρχής, παρά την πλήρη διάλυση του κράτους, της κοινωνικής πολιτικής και των εργασιακών και ασφαλιστικών σχέσεων και δικαιωμάτων. Ο κάθε πικραμένος δίνει τη μάχη μόνος του και, φυσικά, χάνει υπό το βάρος της συκοφαντίας περί τεμπελιάς, διαφθοράς και ό,τι άλλο του φορτώσουν.
2. Ύστερα έφταιγαν οι υπουργοί που δεν έπιαναν τους στόχους της τρόικας. Ε, και λοιπόν; Όλοι οι ξένοι αναγνωρίζουν ότι ήδη τα μέτρα που έχουν ληφθεί είναι πολύ σκληρά και όλοι αναρωτιούνται μέχρι πού θα φτάσει ο ελληνικός μιθριδατισμός. Αν δηλαδή ο ελληνικός λαός θα διεκδικήσει να πάρει πίσω – και πότε – τη χαμένη του αξιοπρέπεια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα:
● Κάρστεν Κλοτ, σχολιαστής της Tagesspiegel του Βερολίνου: «Τα κοινωνικά κράτη δεν μπορούν να διασωθούν με ευρωπακέτα. Αντίθετα η μείωση των εσόδων και οι ιδιωτικοποιήσεις συρρικνώνουν τις κοινωνικές ευκαιρίες και οδηγούν, όπως ακριβώς στην Ελλάδα, σε επιδείνωση της κατάστασης. Χαμηλότερος μισθός σημαίνει λιγότερες θέσεις εργασίας και λιγότερη ανάπτυξη. Οι εξαντλητικές περικοπές δεν συνιστούν λύση. Οι Έλληνες έχουν κάθε δικαίωμα να κατέβουν στους δρόμους, εφ’ όσον οι τεχνοκράτες της οικονομίας παρεμβαίνουν με αυτό τον τρόπο στη ζωή τους».
● Βόλφγκανγκ Φραντς, επικεφαλής του συμβουλίου οικονομικών εμπειρογνωμόνων της γερμανικής καγκελαρίας, γνωστού και ως «συμβουλίου των σοφών»: «Αν εφαρμόζονταν τέτοια σκληρά μέτρα σταθεροποίησης στη Γερμανία, όπως στην Ελλάδα, πιθανόν να υπήρχε εξέγερση».
Σε τι, λοιπόν, εμπόδισαν τα συνδικάτα την κυβέρνηση να ξεσκίσει τα πάντα;
3. Τώρα έφταιγαν τα κόμματα. Ε, και λοιπόν; Πόσες μεγάλες διαμαρτυρίες οργάνωσε η αντιπολίτευση κάθε χρώματος; Ποια εναλλακτική θέση διατύπωσε που να προκαλέσει κρύο ιδρώτα στην κυβέρνηση ή στους δανειστές; Ποιο κίνημα ανέδειξε που να ταρακουνήσει το πολιτικό μας μικροσύμπαν;
Πρακτικά, λοιπόν, υπάρχει από καιρό – πλην φραστικών διαφορών ή υποσημειώσεων – η συναίνεση των τεσσάρων από τα κόμματα, με το πέμπτο να κινείται μεταξύ του «ήξεις» και του «αφήξεις». Αλλά και οι απέξω σε τι, τελικά, παρεμπόδισαν το «έργο» της κυβέρνησης;
Με συναίνεση ή χωρίς...
Δυστυχώς για όλους αυτούς τους κήρυκες της παπαρολογίας περί συναίνεσης το παραμύθι δεν έχει δράκο. Άλλωστε η συναίνεση, ειδικά της Ν.Δ., έστω κι αν είναι «λελογισμένη», το μόνο που μπορεί να αναδείξει ακόμη περισσότερο είναι το μέγεθος του αδιεξόδου όχι μόνο των κυβερνητικών επιλογών, αλλά ολόκληρου του μοντέλου διαχείρισης που έχει επιλεγεί για το δημόσιο χρέος, την ίδια την οικονομία και τα δραματικά αποτελέσματα στην ελληνική κοινωνία.
◆ Με συναίνεση ή χωρίς αυτήν, η οικονομία θα συνεχίσει να καταρρέει και να μετατρέπεται σε σωρό ερειπίων.
◆ Με συναίνεση ή χωρίς αυτήν, θα συνεχίσει να είναι επιτακτική η απαίτηση να βρεθούν κάπου 90 δισ. ευρώ από τα εισπρακτικά μέτρα του «Μεσοπρόθεσμου» την επόμενη τετραετία και το ολοκληρωτικό ξεπούλημα της εθνικής περιουσίας.
◆ Με συναίνεση ή χωρίς αυτήν, θα συνεχίσει η κυβέρνηση, συνεχίζοντας τον ίδιο δρόμο, να «χρειάζεται» ένα νέο δάνειο και ένα πολύ σκληρότερο νέο «μνημόνιο».
◆ Με συναίνεση ή χωρίς αυτήν, η επώδυνη αναδιάρθρωση του χρέους (ελεγχόμενη πτώχευση) θα συνεχίσει να βρίσκεται επί θύραις.
◆ Με συναίνεση ή χωρίς αυτήν, πάλι θα «πρέπει» να απολύσει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.
◆ Με συναίνεση ή χωρίς αυτήν, η ανεργία θα διογκώνεται.
◆ Με συναίνεση ή χωρίς αυτήν, ο 13ος και ο 14ος μισθός και τα επιδόματα θα αποτελέσουν παρελθόν για το δημόσιο.
◆ Με συναίνεση ή χωρίς αυτήν, η δημόσια περιουσία θα περάσει εξ ολοκλήρου στα χέρια των δανειστών και μάλιστα με όρους κατάσχεσης.
◆ Με συναίνεση ή χωρίς αυτήν, η λεηλασία θα συνεχίζεται εις το διηνεκές, μέχρι οι τοκογλύφοι να στραγγίσουν και την τελευταία ικμάδα του ελληνικού λαού πριν τον πετάξουν σαν άδειο ασκί στη χωματερή της πτώχευσης.
Για όλα αυτά όμως καμιά κυβέρνηση, η οποία μάλιστα επέλεξε αυτόν τον δρόμο, δεν μπορεί να γλιτώσει τον καταλογισμό ή την τιμωρία, όσους συνενόχους κι αν έχει να επιδείξει. Το πολύ - πολύ να πάρει κι άλλους μαζί της. Αυτό όμως δεν σώζει την ίδια...
Για τον λόγο αυτόν ο Παπανδρέου αναγκάζεται να αναλάβει το βάρος των μέτρων που είτε συμφώνησε είτε υπέγραψε είτε εκπόνησε. Έτσι και το επερχόμενο διάγγελμα αποτελεί την ανάληψη της ευθύνης του και η συνάντηση με τους πολιτικούς αρχηγούς θα αποτελεί τον ενταφιασμό της συναίνεσης. Το ερώτημα είναι αν ο πρωθυπουργός έχει αποφασίσει να αποδράσει από το πρόβλημά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου