Ο Σπύρος Μπουκάλας, γιος της Σάσας Καρκαγιάννη και του Παντελή Μπουκάλα, ενός από τους καλύτερους, λόγιους κι έντιμους δημοσιογράφους, σκοτώθηκε προχθές σε τροχαίο δυστύχημα.
Για το «ανείπωτο "γιατί"» της αβάσταχτης για κάθε μάνα και κάθε πατέρα σπαρακτικής απώλειας έγραψε χθες η κυρία Ελένη Μπίστικα στην «Καθημερινή»:
«Ηρθε η είδηση του αδόκητου χαμού ενός νέου φοιτητή, σπλάχνου της οικογένειας του Παντελή Μπουκάλα και της Σάσας Καρκαγιάννη, του εγγονού του Αντώνη Καρκαγιάννη, κι ο "φοβερός μήνας Αύγουστος" έδειξε, ακόμη μια φορά, τη σκοτεινή του όψη μέσα στο καμίνι του ήλιου.
Ηταν 20 χρόνων ο Σπύρος Μπουκάλας, τραβούσε τον δρόμο του καβάλα στη μηχανή του, στο άτι της εποχής μας, όταν τον θέρισε, πισώπλατα χτυπώντας τον, το τροχαίο στη δίνη μιας καραμπόλας αυτοκινήτων στην εθνική Αθηνών - Κορίνθου.
Και από το παρόν και το μέλλον που ήταν δικό του ν' αγωνιστεί να το κερδίσει, με τις καταβολές της οικογένειας και τα όπλα της γνώσης, δεν χρειάστηκε παρά μια στιγμή για να του στερήσει όλα όσα του άξιζαν. Οποιος ένιωσε το ξερίζωμα της καρδιάς του πατέρα, το "γιατί;" το ανείπωτο της μάνας, καταλαβαίνει πως τα λόγια της παρηγορίας δεν φθάνουν στον στόχο τους, μεσολαβεί ο ωκεανός του πένθους.
Η οικογένεια της εφημερίδας "Καθημερινή" πενθεί το παιδί των παιδιών της, των δημοσιογράφων και λόγιων συντακτών της, και καταθέτει, αντί στεφάνου, τη σιγή και τη βαθύτατη θλίψη όλων όσοι την αποτελούν. Η αληθινή ποίηση τα έχει πει όλα, και σ' αυτήν ανατρέχει, αδύναμη να εκφράσει η στήλη την οργή του άδικου, πρόωρου, σκληρού θανάτου ενός νέου».
Συντετριμμένος ο συνάδελφος Νίκος Ξυδάκης έγραψε: «Το πικρό μέτρο του κόσμου.
Αβάσταχτη. Ανείπωτη. Αδιανόητη. Απαρηγόρητη. Κι εντούτοις πικρό μέτρο του κόσμου. Η απώλεια, μάλιστα η απώλεια του παιδιού, η απώλεια του παλικαριού, είναι η μόνη που δίνει το μέτρο να ζυγίσεις τις άλλες θλίψεις, τις άλλες έγνοιες, τις ήττες και τις καταστροφές, συλλογικές, κοινωνικές, ιστορικές· να τις μετρήσεις με τα σταθμά του πόνου, που ξεπερνά τον άνθρωπο και τον ορίζει. Που του θυμίζει τι είναι. Οναρ σκιάς. Πώς θα ζήσουν οι γονείς; Το γοερό ερώτημα μ' έσκισε στο τηλέφωνο.
Πώς θα ζήσουν η Σάσα και ο Παντελής χωρίς τον Σπύρο; Πώς επιζεί ο γονιός που χάνει το εικοσάχρονο παιδί του; Ακαριαία μπήκα στη θέση των συντέκνων, έχω παιδί στην ίδια ακριβώς ηλικία, κι έπεσα στα γόνατα ξέπνοος άλαλος μουσκεμένος, σε μια σκοτεινή εσοχή, να μη με βλέπει μάτι. Ακουγα στο κινητό τον άνεμο της Ελευσίνας, και τον γόο. Είδα μπροστά μου πρόσωπα βρεφών και νηπίων, την πρωτότοκη στο Αιγαίο, γκριμάτσες, τσουλούφια, φακίδες, επικά βαφτίσια με κλαρίνα του βάλτου, ποδοσφαιρικές φανέλες, είδα τους εαυτούς γονείς ν' ασπρίζουν και τα νήπια να αντρεύουν και να σαλπάρουν, άκουσα μπουζουκομπαγλαμάδες σε συμπόσια, άκουσα υποβλητικούς τον Μάντη και τον Πάνθηρα, την Ευδοκία και τον Αλγόρυθμο, άκουγα, έβλεπα, μύριζα, η ζωή περνούσε με αστραπές και μαστιγώματα της μνήμης. Η ζωή. Μπροστά στον θάνατο ψελλίζουμε στερεοτυπικά, μπροστά στον θάνατο του παλικαριού σώνεται ακόμη και το ψέλλισμα, σβήνει κάθε στερεότυπο. Δεν ψελλίζω τίποτε.
Σκέφτομαι μόνο ότι ο ποιητής πατέρας έχει γράψει τόσο βαθιά, τόσο συμπονετικά, για την απώλεια, το πένθος και τον θάνατο, ζυμωμένος μαζί τους από παιδί, μα πάντα δοσμένος της ζωής (...)»...
Συνάδελφε ακριβέ Παντελή, η παρουσία σου τόσα χρόνια στον Τύπο στήριξε με το ήθος της και τη γνώμη σου, την ψυχή και το σθένος δεκάδων κι εκατοντάδων συναδέλφων.
Σήμερα ο «ναυτίλος» δεν ξέρει τι να πει στις μανάδες και τους πατεράδες που τους έχει αγγίξει το έρεβος παρά μιαν αρχαία ιστορία: κάποιος σοφός κάποτε έχασε τον γιο του, αλλά ατάραχος έστεκε στην αγορά, «ήξερα ότι γέννησα θνητόν» έλεγε.
Κι ύστερα στο σπίτι του, σπαραχτικά θρηνούσε για όλων μας, των δικών του άλλων, τα αρχαία πένθη...
ΣΤΑΘΗΣ Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου