Της Τζένης Κ.
"Το έθνος μας απειλείται". Από εν δυνάμει κινηματίες στο στράτευμα. Από τρομοκράτες…
Νιώστε φόβο, αφήστε να ευδοκιμήσουν παλιά και νέα ταμπού, κοιτάξτε τον απέναντι με μισό μάτι, αμφισβητήστε τις προθέσεις του και ξεχάστε την πείνα. Αυτή που περιρρέει. Κι αυτή που έρχεται. Αφήστε τους φτωχοδασκάλους να μαζέψουν από τα τσιμέντα του ’80 τα παιδιά που λιποθυμάνε στα σχολεία. Να βγάλουν από την τσέπη τους μισό ευρώ, να πάρουν κουλούρι, να γίνουν η εγχώρια Action Aid για το λευκό παιδί του διπλανού, χωρίς διαφήμιση…
Μη ματαιοπονήσετε απεργώντας.
Περιγελάστε τους εργάτες που ματαιοπονούν. Εσείς δεν είστε εργάτες. Κάτι τέτοιο θα έκανε πολύ δυστυχισμένους τους γονείς σας. Εσείς είστε της παροχής κοπανιστών υπηρεσιών…
Μην ξυστείτε λοιπόν στη γκλίτσα του αφεντικού αντιδρώντας στην αυθαιρεσία που εμφανίζεται ως φυσικό παρελκόμενο της δημοσιονομικής τρέλας. Κρατηθείτε γερά από την ουρά του κομήτη «επιφανειακή ευμάρεια» που πέρασε στις αρχές της χιλιετίας. Προσποιηθείτε πως είναι ακόμα αμοιβαία τα αισθήματα κι αμοιβαία τα κεφάλαια.
«Γίνεται μια σημαντική προσπάθεια. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Σε μας δε θα συμβεί ποτέ αυτό. Κινδυνολογίες…». Δείξτε ευπειθή απιστία ως Θωμάδες, μέχρι να έρθει η κρυμμένη πραγματικότητα και να ανιχνεύσει τις τρύπες από τα καρφιά στα χέρια σας.
Πληρώστε το φόρο, τον αντίφορο, τον κόντρα φόρο, το μεταφόρο, νοικιάστε τα παπούτσια σας, νοικιάστε τα βήματά σας, επιβαρυνθείτε με τα έξοδα των διαδρομών, σπίτι- δουλειά, δουλειά –σπίτι (στην καλύτερη περίπτωση), σπίτι- πουθενά, πουθενά –σπίτι (στη χειρότερη).
Ο Λουκάς, ο Αντώνης και ο Γιώργος, οι τρεις υπογεγραμμένοι, συνταγογραφούν την ασπιρίνη της σωτηρίας και φροντίζουν για το ομαδικό placebo. Δε χρειαζόμαστε την ψήφο. Έχουμε πρόσωπο προς τα έξω. Συνομιλούμε επί ίσοις όροις με την Καγκελαρία. Είμαστε υπολογίσιμοι, εμείς οι Εβραίοι του σήμερα. Το λίπος της κοινωνίας μας θα δώσει σαπούνι ΑΑ…
Πήραμε πάντως την 6η δόση...
Hip hip hooray!!
Y.γ. Ευτυχώς για τις ώρες της ατομικής κρίσης υπάρχει η ποίηση των μεγάλων διαισθητικών...
Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου…(1953)
Παγωνιά
φυσάει στους έρημους δρόμους της πολιτείας
ο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνη
παρασέρνει τ' αποτσίγαρα τα σύννεφα τα χαρτιά
λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε βιαστικοί στους δρόμους
φυσάει
φυσάει στις καμινάδες στις στέγες κάτω άπ' τις γέφυρες
φυσάει μές άπ' τ' αχαμνά σκέλια των κατάδικων πού σουλατσάρουν
στα προαύλια των φυλακών
φυσάει στις ματωμένες κοιλιές των γυναικών πού γεννάνε έξω
άπ' τις κλειστές πόρτες των νοσοκομείων
φυσάει στις παράγκες στα παραπήγματα στα καπηλειά
φυσάει
φυσάει κάτω άπ' τα παληά άνάχτορα
Μνημόσυνο για τους πεσόντες
Εξέδρες
τα ψηλά καπέλα των υπουργών
μονύελα
γάντια
ακριβές γούνες
οι φαντάροι στη γραμμή παρουσιάζουν όπλα
πίσω άπ' τις ξιφολόγχες που γυαλίζουν
στριμώχνεται ο λαός
Φάτσες τετράγωνες ρυτιδωμένες
φάτσες μελανιασμένες άπ' το κρύο μελανιασμένες άπ' τις
καπνιές
χοντρά δυνατά σαγώνια σαπισμένα δόντια
μάτια κάτω άπ' τα τσαλακωμένα κασκέτα
κόκκινα και βλοσυρά
Φυσάει
άνάπαυσον ο θεός τους δούλους σου
αλληλούια
"Ενας γέρος μισοκοιμάται
ένας σοβατζής με τη φόρμα του χιονισμένη άπ' άσβεστη
δεν υπάρχει διέξοδος
οι Σλάβοι μας απειλούν
ο πόλεμος
ησυχία ησυχία μιλάει ο κύριος υπουργός
ο πόλεμος
άλληλούϊα
Φυσάει μές άπ' τα δεκανίκια των σακάτηδων που γυρνάνε χτυπώντας
τις πόρτες των πολιτειών
φυσάει μές στις κιθάρες των τυφλών πού παίζουν στις γωνιές
των δρόμων
φυσάει
φυσάει ανάμεσα στα κόκκαλα των νεκρών
Μιά γυναίκα σφίγγει τρομαγμένη το παιδί της
εκείνο πονάει και μπήγει τις φωνές
σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός
ένας αρτεργάτης φτύνει
καθάρματα
αλληλούια
κι η φτυσιά του πηγμένη άπ' τ' αλεύρι φουσκώνει σαν προζύμι
γιά ένα μεγάλο αυριανό ψωμί
λάβετε φάγετε
φυσάει
Εργάτες άπ' τούς υπονόμους άπ' τά τσιμεντάδικα άπ' το γκάζι
σκουπιδιαραΐοι χτίστες εργάτες άπ' τα σφαγεία
γυναίκες άπ' αυτές πού πουλάνε χόρτα στην αγορά
κορίτσια που ζεσταίνουνε τα χέρια τους κάτω άπ' τις μασκάλες
κάτι πελώρια κόκκινα χέρια φαγωμένα άπ' τα νερά
Τό έθνος μας απειλείται...
υπέρ βωμών και εστιών ...
μα πρέπει να συντομεύουμε έξοχώτατε
μας περιμένουν για το τσάϊ
ένθα ουκ έστι πόνος, ού λύπη
ένας ζητιάνος ξύνει τ' αχαμνά του
Ό άγνωστος στρατιώτης κρυώνει κάτω άπ' το ψιλό χιονόνερο
κρυώνουν οι άνθρωποι κάτω άπ' τον ίσκιο του πολέμου
"Ενας γεράκος αλέθει ένα κάστανο με τα φαφουτιασμένα γούλια του
μιά πουτάνα κρεμασμένη στο μπράτσο ενός αμερικάνου ναύτη
ένα κορίτσι θυμάται τις παιδικές του προσευχές
« και έπί γης ειρήνη »
ο πόλεμος
φυσάει
Φυσάει στά κοκκαλιάρικα απλωμένα χέρια των ζητιάνων στα
σκαλοπάτια των εκκλησιών
φυσάει στις ξεπαγιασμένες σιωπηλές ουρές έξω άπ' τα λαϊκά συσσίτια
φυσάει στα ορφανοτροφεία στα μπορντέλα στα παιδικά άσυλα
φυσάει στην Κένυα τραντάζοντας τα κορμιά των κρεμασμένων μαύρων
φυσάει
— Νά διαφυλάξωμεν την άσφάλειαν του έθνους
— θα διώξουν λένε κι άλλους εργάτες αύριο — τί θα γίνουμε?
— Σας πάει περίφημα η έρμίνα σας αγαπητή μου
— Έλεήστε με χριστιανοί, δώστε μου μιά δραχμίτσα χριστιανοί
— Μακάριοι οι πεινώντες κι οι διψώντες
— Κάνε πιό κει ντέ τό στόμα σου βρωμάει σαν άπόπατος
— Ή ελευθερία της πατρίδος
— Την πήγα στο νοσοκομείο μα θέλαν λεφτά ...
— Απαιτεί να έξοπλισθώμεν
— Πέθανε
— Φυτίλια γιά τους άναφτήρες ... φυτίλια γιά τους άναφτήρες
φυσάει
τί θα γίνουμε?
πάρτε αδέρφια έχουμε και φυτίλια γιά δυναμίτες
Φάτσες αυλακωμένες άπ' το χρόνο και τη βλογιά
φάτσες σημαδεμένες άπ' την πείνα και τα εργατικά ατυχήματα
φάτσες πρισμένες βρώμικες τριχωτές
φάτσες τραβηγμένες άπ' τις τανάλιες ενός άγριου χαμόγελου
φάτσες φαρδειές σάν στήθεια μητρικά
φάτσες σκληρές σαν άμώνια
Μιά γυναίκα βγάζει τό στήθος της και θηλάζει ένα κίτρινο μωρό
ο άνεμος μπερδεύει τά σύννεφα
τα σύννεφα μπερδεύονται στις σημαίες
ο θάνατος περιοδεύει τον κόσμο με τη μάσκα ενός στρατηγού
ο Άντενάουερ πλένει τα βρώμικα χέρια του μ' ένα σαπούνι
καμωμένο στο Μπούχεβαλντ
κλαίνε οι γυναίκες πλένοντας τα μαύρα ρούχα τους
οι άνθρωποι κλαίνε στα κατώφλια στις γωνιές των δρόμων στα χωράφια
κλαίνε στα χαρακώματα στα νοσοκομεία έξω άπ' τα ταμεία ανεργίας
δάκρυα δάκρυα δάκρυα
τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα άπό το θάνατο μας γιά να κλαίνε
φυσάει
Ό άνεμος μπερδεύει τις φωνές τα χρόνια τα ηλεχτρικά καλώδια
μπερδεύει τα δόντια ένού καπνεργάτη με τις ξιφολόγχες
μπερδεύει τον υπουργό μ' ένα μαύρο σκυλί
μπερδεύει τον μαστό αυτής της γυναίκας που θηλάζει
με τον τρούλλο της γειτονικής εκκλησίας
φυσάει
Τα τζάμια των μεγαλουπόλεων είναι θολά βρωμισμένα άπ' τα
πεινασμένα χνώτα μας
καθώς θάβουμε τούς νεκρούς έχουν το στόμα τους ανοιχτό
οι νεκροί μας
πεινάνε
"Ενα κοριτσάκι κάθεται στο κατώφλι
έχει τυλίξει μ' ένα πανί, σαν κούκλα, το δεκανίκι του πατέρα της
και το νανουρίζει
νάνι νάνι
Τα μέγαρα ρίχνουν έναν ίσκιο βαρύ πού σπάει τη ραχοκοκκαλιά μας
τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι
τα παράθυρα είναι τυφλά
χιονίζει
Μιά λεχώνα ουρλιάζει κάτω άπ' τον παραμορφωμένο ουρανό
ο άντρας της γυρίζει τους δρόμους ζητιανεύοντας ένα κερί
ν' ανάψει δίπλα στό νηογέννητο
Οί χορταρομαζώχτρες γυρίζουν τα χωράφια
μαζεύοντας στη ποδιά τους σφαίρες, σάπιες αρβύλες και κιτρινισμένα γράμματα
φυσάει
ά γεννάτε γεννάτε μανάδες
κοιλοπονάτε
ούρλιάχτε άπ' τους πόνους της γέννας
σκίστε τα ρούχα σας και τυλίχτε μη σας κρυώσει το μωρό
γεννάτε γεννάτε
χρειάζεται κι άλλους νεκρούς ο πόλεμος
φυσάει
Φυσάει μές άπ' τους σκισμένους αγκώνες των χαμάληδων
φυσάει μές άπ' τα τρύπια βρακιά των άνεργων
φυσάει
φυσάει μέσα στήν οργισμένη καρδιά του λαού
Ό υπουργός χειρονομεί
πάνω στο χαμηλό μαύρο ουρανό
τα χέρια του σχεδιάζουν την προδοσία
Μιά γρηά σταυροκοπιέται: Κύριε των δυνάμεων
— τών Δυτικών βέβαια Δυνάμεων
Ένας οδοκαθαριστής τρέμει άπ' το κρύο
τα δόντια του χτυπάνε
παίζοντας ένα υπόκωφο οργισμένο τραγούδι
έϊ αφεντικά...
ποιος φώναξε?
κανείς...
φυσάει
Εργάτες άπ' τη λαχαναγορά άπ' τις πριονοκορδέλες άπ' τα λιπάσματα
φορτοεκφορτωτές πλύστρες εργάτες άπ' τα νταμάρια
τα τσούρμα άπ' τα λιμάνια που κουβαλάνε τα σακιά τού αλευριού
80 κιλά τό καθένα
γρηές πού καθαρίζουν τα δημόσια αποχωρητήρια
με τα μάτια τους κόκκινα και πρισμένα άπ' την αμμωνία
Ό άνεμος βουίζει στις παρόδους στις πλατείες στους σταθμούς
βουίζουν οι στέγες τα σύρματα οι καμπάνες
βουίζουν τα χρόνια πού έρχονται
βουίζουν κάτω άπ' τον θόλο τ' ουρανού οι κραυγές των κυνηγημένων νέγρων
Δυό εργάτες κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα
δεν ακούς τι λένε
βλέπεις μονάχα τα πλατειά τους χείλια να σαλεύουνε σαν χέρια
έτοιμα να χτυπήσουν
Ένα γυαλιστερό αυτοκίνητο σταμάτησε
κυλάνε δυό φαλακροί κύριοι και μιά χοντροκώλα κυρία
η πατρίς απαιτεί θυσίας
Οί τράπεζες ξαπλωμένες στα φαρδειά πεζοδρόμια
σαν προϊστορικά ζώα πού χωνεύουν τη λεία τους
Ή γρηά κυττάει κυττάει τον άγνωστο στρατιώτη γυμνό μές
στην παγωνιά
βγάζει το σάλι της και προχωράει να σκεπάσει αυτό το γυμνό
παιδί που κρυώνει
Φάτσες τραχειές σαν κούτσουρα
φάτσες κοφτερές σαν τσεκούρια
φάτσες κόκκινες χαλκοπράσινες σταχτιές
φάτσες βαθειές κι απέραντες σαν τον βαθύ κι απέραντο ορίζοντα
χέρια πού χτίζουνε τον κόσμο σε μιάν ώρα
και τον γκρεμίζουν σ' ένα δευτερόλεπτο
φάτσες χοντροκομένες πέτρινες σημαδιακές
Ένας καρβουνιάρης με τα μάτια στο μαύρο μούτρο του
σαν κόκκινα φανάρια κινδύνου μές στη νύχτα
έϊ αφεντικά... μιά μέρα θα λογαριαστούμε
ποιος φώναξε?
κανείς...
φυσάει
ο πόλεμος
ο πόλεμος
— απόψε φωνάξαμε όλοι μαζί
Ό άνεμος παίρνει το σάλι της γρηάς το σηκώνει ψηλά τό ξεδιπλώνει
καί το σάλι μεγαλώνει μεγαλώνει και σαν ένα τεράστιο μαύρο χταπόδι
αδράχνει τήν πολιτεία
Ό άνεμος μπερδεύει τους δρόμους τις χρονολογίες τα πρόσωπα
παρασέρνει τη σκόνη άπ' τα πεδία των μαχών
αυτή η σκόνη θάβει σιγά - σιγά την Ευρώπη
φυσάει στα χωράφια στα λιμάνια στα ξέστρατα
πάνω στα τζάμια μας αντιφεγγίζουν οι μεγάλες πυρκαγιές της Ασίας
ένα σινιάλο ουρλιάζει μές τη νύχτα
S. Ο. S.
S. Ο. S.
ποιος κινδυνεύει
φυσάει μές στα μεγάλα τούνελ πού περνάν τα τραίνα γεμάτα
φαντάρους και σκοτεινιά...
πού πάνε?
S. Ο. S.
ο κόσμος βουλιάζει
φυσάει στους λόφους στα σταυροδρόμια στις εκκλησιές
οι γερμανίδες τραγουδάνε καθισμένες στα κατώφλια
τρεις φίλοι κινάνε
καί πέρα τραβούν
στό Ρήνο νά πάνε. . .
πήγαιναν οι φίλοι ξέγνοιαστοι όταν στο δρόμο ξαφνικά
τους βρήκε ο πόλεμος
τώρα σαπίζουνε θαμένοι σ' ένα ξένο μακρυνό τόπο
στό Ρήνο νά πάνε
κρασάκι νά πιουν . . .
ο άνεμος μπερδεύει τις χειρονομίες τα γεγονότα τα αίματα
μετατοπίζει τα σύνορα κουρελιάζει τους γεωγραφικούς χάρτες
γκρεμίζει το φράχτη που χωρίζει στη μέση τη Γερμανία
αναποδογυρίζει το άγαλμα της Ελευθερίας και στη θέση του
μπήγει ένα τεράστιο ξύλινο σταυρό
παρασέρνει τα σύννεφα τα έθνη τις πυρκαγιές
φυσάει
φυσάει παράξενα απόψε ο άνεμος αλλάζοντας το σχέδιο του κόσμου
Οί φαντάροι χτυπάνε τα πόδια τους να ζεσταθούν
γλιστράει το χιονόνερο πάνω στα κράνη
μετά τον κύριο υπουργό ένας στρατηγός ανεβαίνει στο βήμα
χάϊλ Χίτλερ
ώ με συγχωρείτε
ή ελευθερία της πατρίδος — ήθελα νά πώ
τα γάντια χειροκροτούν
κάτω άπ' τα τριμένα πανωφόρια των παιδιών
ξεχωρίζεις τις μυτερές υποσιτισμένες ωμοπλάτες
Μιά παρέα κορίτσια χαχανίζει
κυττώντας το ξεκούμπωτο βρακί ενός μεθυσμένου
Το κοριτσάκι όλο μουρμουράει
νάνι νάνι
μα το δεκανίκι δέ μπορεί να κοιμηθεί
— θυμάται τον πόλεμο
φυσάει
Ένας κουλός σηκώνει τα μάτια του σα να σήκωνε τις γροθιές του
Φάτσες από κατράμι φάτσες άπό μπετόν
χοντρά δυνατά σαγώνια γυμνασμένα άπ' τις άμασίες
μάτια που κι άπ' τις ξιφολόγχες κόβουν πιό καλά
τα χέρια τους είναι έτοιμα να σώσουνε τον κόσμο
εις τους αιώνας των αιώνων
Πιο σιγά λοιπόν... πιό σιγά..
πιό σιγά τις σάλπιγγες
θα ξυπνήσουν τους νεκρούς —
θα ξυπνήσουμε
φυσάει στους καταφρονεμένους και τους γυμνούς
Κάποιος πέφτει
ποιος είναι ποιος είναι?
δυό αστυφύλακες τρέχουν
τίποτα τίποτα
ένας άνεργος λιγοθύμισε
φυσάει
μπορεί και να πέθανε
αλληλούια
Τα σταυροδρόμια σαν μεγάλοι σταυροί ακουμπισμένοι στο χώμα
τα σύννεφα χαμηλά οι ξιφολόγχες γυαλίζουν
πάντα ματαιότης τά ανθρώπινα
ρουφιάνοι
ο πόλεμος
και ξανά τα σύννεφα οι μελανιασμένες φάτσες ο άνεμος
τι θα γίνουμε? φυσάει
αλληλούια αλληλούια αλληλούια
Και ξαφνικά έγινε μεγάλη σιωπή.
Κι άρχισε ο ήλιος να κατεβαίνει μέσα στις φλόγες της δύσης.
Κι η απέραντη πυρκαγιά του δειλινού άπλωσε τις τρομαχτικές
λάμψεις της πάνω άπ' τον κόσμο.
Κι ο ουρανός έγινε κόκκινος. Και το χώμα πήρε ένα βαθύ χρώμα
κόκκινο. Κι έγινε σάν αίμα.
Και δεν ακουγόταν τίποτα σ' όλη τη γή.
Τότε προβάλλοντας σιγά - σιγά πίσω άπ' τα υψώματα
μεγάλες σκοτεινές φάλαγγες φάνηκαν νάρχονται.
Άπ' τις πεδιάδες, άπ' τα φαράγγια, άπ' τις χαράδρες, άπ' τα βουνά
άπ' ολους τους δρόμους του κόσμου φάνηκαν νάρχονται
οι νεκροί του πολέμου.
Ξετυλίγονταν σε μακριές μαύρες σειρές, συντεταγμένοι, σα να
πήγαιναν σε μάχη.
Και προχωρούσαν σέρνοντας τα βήματά τους και τρικλίζοντας
το κορμί τους έγερνε μπροστά σα νάχαν πολύ περπατήσει
σά νάχαν κουραστεί να περιμένουν τόσο πολύ.
Και προχωρούσαν κουτσαίνοντας και σάλευαν άργά πάνω
στον κόκκινο ματωμένον ορίζοντα.
Και κάθε τόσο τρεμούλιαζε η γης, ύστερα έσκαγε κι άνοιγε
ένα μαυροπράσινο χέρι έβγαινε άπ' το χώμα και τέντωνε τα
σάπια δάχτυλα.
Οι νεκροί άνακλαδίζονταν και σηκώνονταν όρθιοι.
Και πατούσαν πάνω στους άλλους νεκρούς και προχωρούσαν
και σερνόντουσαν κι αυτοί στο χώμα κι αρπάζονταν άπ' τις
χλαίνες των άλλων κι ανασηκώνονταν
και σμίγαν τις φάλαγγες και πλήθαιναν και προχωρούσαν
εκατομμύρια νεκροί.
Κι άναβαν κόκκινοι οι ορίζοντες σά να καιγόταν ο κόσμος.
Ερχόντουσαν άπ' τα χαρακώματα, άπ' τις υπόγειες στοές, άπ' τις τρύπες
ερχόντουσαν άπ' τους ομαδικούς τάφους τους ανοιγμένους στις πεδιάδες
έκεΐ που τους είχαν σωριάσει γρήγορα - γρήγορα σά να φτυαρίζαν
ένα σωρό κοπριά.
Ερχόντουσαν με τις κοματιασμένες, ματωμένες χλαίνες τους
σκεπασμένες άπό ένα παχύ στρώμα λάσπη
με τα μάτια τους γυάλινα, πελώρια ανοιγμένα, όπως μείναν
την ώρα που τους κάρφωσαν την ξιφολόγχη
με το στόμα συσπασμένο, σκισμένο άπ' την τελευταία κραυγή.
Ερχόντουσαν άπ' τα σταχτιά, άπ' τα άνασκαμένα, άπ' τα ερημωμένα
πεδία της μάχης
με τα πρόσωπα χωματένια, παραμορφωμένα φριχτά
καθώς την ώρα που έπεσαν, οί άλλοι τρέχοντας πατούσαν
πάνω τους και προχωρούσαν
κι όλη τη μέρα, αρβύλες ρόδες άλογα, τους ποδοπατούσαν
ανάμεσα στις κανονιές και τον καπνό.
Ερχόντουσαν ξεκοιλιασμένοι, σπαραγμένοι, σαπισμένοι
ανασαίνοντας δύσκολα με το κεφάλι άνεστραμένο και το στόμα
σάν μιά πληγιασμένη τρύπα ανοιχτό.
Και προχωρούσαν άργά μέσα στο κόκκινο πελώριο ηλιοβασίλεμα.
Άλλοι κρατούσαν με τα χέρια τους τα χυμένα τους σπλάχνα
άλλοι βαστούσαν σα ντουφέκια στους ώμους τους ξεριζωμένους σταυρούς
άλλοι με τα κομμάτια της οβίδας ακόμα καρφωμένα στα κόκκαλά τους
κι άλλοι με γατζωμένα πάνω τους τα συρματοπλέγματα, όπως
τάχαν αγκαλιάσει την ώρα που τους θέριζε το πολυβόλο.
Κι άπ' τις βομβαρδισμένες πολιτείες γυναίκες ερχόντουσαν
αναμαλλιασμένες
σφίγγοντας στο σαπισμένο βυζί τους τα κοματιασμένα βρέφη τους.
Και σκελετοί μαύροι καρβουνιασμένοι στα κρεματόρια
με χέρια καμένα, στρεβλωμένα σα ρίζες δέντρου άπ' την αγωνία.
Και προχωρούσαν βαρειά, γυαλίζοντας άπό ένα παχύ λιπαρό ίδρωτα
μ' ένα ηλίθιο γέλοιο όπως γελάνε αυτοί που δεν περιμένουν πιά
τίποτα
όπως γελάνε εκείνοι πού έχουν αποφασίσει κάτι τρομαχτικό.
Και προχωρούσαν και συστρέφονταν κι ανεβοκατέβαιναν
και κουλουριάζονταν και πλήθαιναν και προχωρούσαν...
--τόπο, τόπο
-- κάντε τόπο στους νεκρούς.
Και κατέβαινε ο ήλιος μέσα στις φλόγες του δειλινού
φωτίζοντας τις σκοτεινές φάλαγγες που χάνονταν ατέλειωτες
ώς το βάθος του κόσμου
Πού πάνε πού πάνε
σταματήστε τους
οι στρατηγοί χειρονομούν
οι υπουργοί κι οι πόρνες τρέμουν
σταματήστε τους
Τα ψηλά καπέλα πέφτουν
οι γούνες ξαναγίνονται ζώα και τους δαγκώνουν το λαιμό
ο τεράστιος ϊσκιος των νεκρών τους συνθλίβει τα κόκκαλα
κάτω άπ' αυτόν τον ασήκωτο ϊσκιο ζαρώνουν οι επίσημοι
σαν ακορντεόν που κλείνουν
Στρατιώτες έπιτεθείτε
αξιωματικοί έπιτεθείτε
όλοι οι λόχοι όλα τα όπλα
έπιτεθείτε
Οι μεγαλόσταυροι μπήγουν τα δόντια τους στα στήθεια των στρατηγών
τα μάτια τους τρομαγμένα χύνονται στην άσφαλτο καί σαλεύουν
σαν αράχνες
πώς να σκοτώσουμε τούς σκοτωμένους έξοχώτατοι?
χι – χι - χι
Οι φαντάροι είναι κίτρινοι
τα όπλα στα χέρια τους αλλάζουν και γίνονται δεκανίκια
ύστερα αλλάζουν και γίνονται κεριά
ύστερα αλλάζουν
και δεν υπάρχουν μήτε όπλα μήτε στρατιώτες πιά
Οι νεκροί προχωράνε αμίλητοι
αναποδογυρίζουν τα καμιόνια αναποδογυρίζουν τα τάνκς
πατάνε πάνω στις ξιφολόγχες και τις σάλπιγγες
Έπιτεθείτε
χι – χι - χι
Μιά γυναίκα ουρλιάζει: γιέ μου
και χύνεται στα πόδια ενός νεκρού
ένας νταμαρτζής φωνάζει : μαζί τους
ένας χτίστης : δολοφόνοι
ένας αχθοφόρος σηκώνει το χέρι του
κι η γροθιά του πελώρια κρέμεται πάνω άπ' τα μέγαρα
βοήθεια
μαζί τους
δολοφόνοι
γιέ μου γιέ μου...
Καί τότε ξανάρχισε ο άνεμος
Κι ολάκαιρο το πλήθος σάλεψε κι άρχισε να προχωράει
ένα δάσος άπό σηκωμένες γροθιές
ένα απέραντο βουητό
ειρήνη
ειρήνη
Τα μεγάλα ρολόγια των πολιτειών τρίζουν καθώς σπρώχνουν το χρόνο
οι χτίστες κατεβαίνουν άπ' τις σκαλωσιές και προχωράνε
αυτοί που στρώνουνε τις δημοσιές βάζουν τις άξίνες
στους ώμους τους και προχωράνε
όχι άλλο αίμα όχι αδέρφια
ειρήνη
ειρήνη
Οι τοίχοι τα σπίτια οι πλατείες οι σταθμοί
κυττάζουν έκπληχτα αυτό το σκοτεινό πλήθος
πού κάνει τον κόσμο να τρέμει
και να ξαναγεννιέται
έρχονται άπ' τα ορυχεία άπ' τα χαντάκια άπ' τους υπονόμους
έρχονται άπ' τα βάθη του χρόνου καβάλα στους οδοστρωτήρες
ακούστε
αγκομαχάνε οι ρόδες τους σαν την ανάσα της ιστορίας
Οι χωριάτες αρπάζουν τα δικράνια τους και προχωράνε
ο άνεμος βουίζει μές στα στάχια βελάζουν τα μοσκάρια στις αυλές
ειρήνη
ειρήνη
Ξύλα κι αξίνες ανεμίζουν στον αέρα
οι δρόμοι αυτά τα πελώρια λαρύγγια του κόσμου
σφυροκοπάνε άπό κραυγές
ερχόμαστε
παραμερίστε
κατεβαίνουμε σάν μιά χιονοστιβάδα πού όσο κατηφορίζει μεγαλώνει
Μιά απέραντη θέρμη άπό χιλιάδες χνώτα
τα κεριά λυώνουν μονομιάς στο βάθος τών εκκλησιών
τραντάζεται ο θόλος τ' ουρανού άπ' τα μεγάλα καρδιοχτύπια
ερχόμαστε άπό πολύ μακριά
πηγαίνουμε πολύ μακριά
βαδίσαμε μές στη λάσπη και το αίμα
βαδίσαμε πάνω στα κόκκαλα των παιδιών μας
βαδίσαμε χιλιάδες χρόνια γιά νάρθουμε
ειρήνη
ειρήνη
φάτσες σημαδεμένες άπ' τά οξέα και τις μπαλνταδιές του μέλλοντος
χέρια που παίζουνε σαν παιχνιδάκια τις βαρείες και την τύχη του κόσμου
ειρήνη
Σφυρίζουν τα τραίνα
μιά μεγάλη βουή άπ' όλα τα σημεία του ορίζοντα
χιλιάδες χέρια αδράχνουν και χτυπάνε τις καμπάνες
οι κουλοχέρηδες αρπάζουν με τα δόντια τους και τραβάνε τα σκοινιά
οι γυναίκες αρπάζουν τα μωρά τους και τα σηκώνουν ψηλά σα λάβαρα
ο άνεμος φυσάει τα μαλλιά τους
ο άνεμος φυσάει και ξεδιπλώνει σαν σημαίες τα μαλλιά τους
θέλουμε να σπείρουμε
θέλουμε να ύφάνουμε
θέλουμε να γεννήσουμε
ειρήνη
ειρήνη
Ό άνεμος σκίζει τα σύννεφα
και πάνω σ' αυτά τα κουρελιασμένα πλήθη
πέφτει ξαφνικά ένας καταράχτης φώς
είμαστε έμείς που χτίζουμε τις πολιτείες και δεν έχουμε σπίτι
έμεΐς που ζυμώνουμε καί δεν έχουμε ψωμί
έμεΐς που βγάζουμε το κάρβουνο και κρυώνουμε
εϊμαστε έμεΐς που δεν έχουμε τίποτα
κι ερχόμαστε να πάρουμε τον κόσμο
ειρήνη
ειρήνη
είμαστε οι προλετάριοι
Σάν μιά αστραπή το αύριο αυλακώνει τις πρωτεύουσες
οι πολιτείες φαρδαίνουνε σπρωγμένες άπ' τους αγκώνες του πλήθους
οι περαστικές σκιές πέφτουν τραχειές πάνω στα μέγαρα σαν άξίνες
αυτός ο θόρυβος είναι ο σφυγμός ενός πελώριου πυρετού
— θάλεγες πώς το ίδιο το μέλλον βαδίζει σήμερα
οι τυφλοί πίσω άπ' το σκοτάδι τους με τρεμάμενα ρουθούνια
μυρίζονται αυτόν τον ήλιο που πάει ν' ανατείλει
εϊμαστε έμείς που μας συνθλίβουν τα βαγόνια
έμείς που γκρεμιζόμαστε άπ' τις σκαλωσιές
έμείς πού μας θάβουν οι στοές των ορυχείων
είμαστε έμείς που πέφτουμε ουρλιάζοντας μές στά λυωμένα μέταλλα
είρήνη
ειρήνη
ο άνεμος που σας παρασέρνει απόψε
έρχεται άπ' τα χνώτα μας και τα φυσερά μας
Χιλιάδες άνθρωποι προχωράνε
βλοσυροί
χοντροκομένοι
βρώμικοι
μη πιστεύοντας στο θεό
κουβαλώντας σάν ένα καινούργιο πελώριο θεό
τη δύναμη τους
είμαστε έμείς πού κλαίμε σ' όλες τις γωνιές του κόσμου
έμείς που βλαστημάμε όλα τα ίερά του κόσμου
εϊμαστε έμείς που τραγουδάμε σ' όλες τις γλώσσες του κόσμου
είρήνη
ειρήνη
Προχωράνε άπ' όλα τα σημεία της γής
με τις χοντρές πατούσες τους γκρεμίζοντας τα σύνορα
με τα σκληρά ροζασμένα χέρια τους σχεδιάζοντας πάνω στον
κόκκινον ορίζοντα
τις φαρδειές χειρονομίες ενός καινούργιου πεπρωμένου
Και πίσω τους έρχεται α άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος βουίζοντας
ειρήνη
ειρήνη
ειρήνη
Τάσος Λειβαδίτης
"Το έθνος μας απειλείται". Από εν δυνάμει κινηματίες στο στράτευμα. Από τρομοκράτες…
Νιώστε φόβο, αφήστε να ευδοκιμήσουν παλιά και νέα ταμπού, κοιτάξτε τον απέναντι με μισό μάτι, αμφισβητήστε τις προθέσεις του και ξεχάστε την πείνα. Αυτή που περιρρέει. Κι αυτή που έρχεται. Αφήστε τους φτωχοδασκάλους να μαζέψουν από τα τσιμέντα του ’80 τα παιδιά που λιποθυμάνε στα σχολεία. Να βγάλουν από την τσέπη τους μισό ευρώ, να πάρουν κουλούρι, να γίνουν η εγχώρια Action Aid για το λευκό παιδί του διπλανού, χωρίς διαφήμιση…
Μη ματαιοπονήσετε απεργώντας.
Περιγελάστε τους εργάτες που ματαιοπονούν. Εσείς δεν είστε εργάτες. Κάτι τέτοιο θα έκανε πολύ δυστυχισμένους τους γονείς σας. Εσείς είστε της παροχής κοπανιστών υπηρεσιών…
Μην ξυστείτε λοιπόν στη γκλίτσα του αφεντικού αντιδρώντας στην αυθαιρεσία που εμφανίζεται ως φυσικό παρελκόμενο της δημοσιονομικής τρέλας. Κρατηθείτε γερά από την ουρά του κομήτη «επιφανειακή ευμάρεια» που πέρασε στις αρχές της χιλιετίας. Προσποιηθείτε πως είναι ακόμα αμοιβαία τα αισθήματα κι αμοιβαία τα κεφάλαια.
«Γίνεται μια σημαντική προσπάθεια. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Σε μας δε θα συμβεί ποτέ αυτό. Κινδυνολογίες…». Δείξτε ευπειθή απιστία ως Θωμάδες, μέχρι να έρθει η κρυμμένη πραγματικότητα και να ανιχνεύσει τις τρύπες από τα καρφιά στα χέρια σας.
Πληρώστε το φόρο, τον αντίφορο, τον κόντρα φόρο, το μεταφόρο, νοικιάστε τα παπούτσια σας, νοικιάστε τα βήματά σας, επιβαρυνθείτε με τα έξοδα των διαδρομών, σπίτι- δουλειά, δουλειά –σπίτι (στην καλύτερη περίπτωση), σπίτι- πουθενά, πουθενά –σπίτι (στη χειρότερη).
Ο Λουκάς, ο Αντώνης και ο Γιώργος, οι τρεις υπογεγραμμένοι, συνταγογραφούν την ασπιρίνη της σωτηρίας και φροντίζουν για το ομαδικό placebo. Δε χρειαζόμαστε την ψήφο. Έχουμε πρόσωπο προς τα έξω. Συνομιλούμε επί ίσοις όροις με την Καγκελαρία. Είμαστε υπολογίσιμοι, εμείς οι Εβραίοι του σήμερα. Το λίπος της κοινωνίας μας θα δώσει σαπούνι ΑΑ…
Πήραμε πάντως την 6η δόση...
Hip hip hooray!!
Y.γ. Ευτυχώς για τις ώρες της ατομικής κρίσης υπάρχει η ποίηση των μεγάλων διαισθητικών...
Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου…(1953)
Παγωνιά
φυσάει στους έρημους δρόμους της πολιτείας
ο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνη
παρασέρνει τ' αποτσίγαρα τα σύννεφα τα χαρτιά
λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε βιαστικοί στους δρόμους
φυσάει
φυσάει στις καμινάδες στις στέγες κάτω άπ' τις γέφυρες
φυσάει μές άπ' τ' αχαμνά σκέλια των κατάδικων πού σουλατσάρουν
στα προαύλια των φυλακών
φυσάει στις ματωμένες κοιλιές των γυναικών πού γεννάνε έξω
άπ' τις κλειστές πόρτες των νοσοκομείων
φυσάει στις παράγκες στα παραπήγματα στα καπηλειά
φυσάει
φυσάει κάτω άπ' τα παληά άνάχτορα
Μνημόσυνο για τους πεσόντες
Εξέδρες
τα ψηλά καπέλα των υπουργών
μονύελα
γάντια
ακριβές γούνες
οι φαντάροι στη γραμμή παρουσιάζουν όπλα
πίσω άπ' τις ξιφολόγχες που γυαλίζουν
στριμώχνεται ο λαός
Φάτσες τετράγωνες ρυτιδωμένες
φάτσες μελανιασμένες άπ' το κρύο μελανιασμένες άπ' τις
καπνιές
χοντρά δυνατά σαγώνια σαπισμένα δόντια
μάτια κάτω άπ' τα τσαλακωμένα κασκέτα
κόκκινα και βλοσυρά
Φυσάει
άνάπαυσον ο θεός τους δούλους σου
αλληλούια
"Ενας γέρος μισοκοιμάται
ένας σοβατζής με τη φόρμα του χιονισμένη άπ' άσβεστη
δεν υπάρχει διέξοδος
οι Σλάβοι μας απειλούν
ο πόλεμος
ησυχία ησυχία μιλάει ο κύριος υπουργός
ο πόλεμος
άλληλούϊα
Φυσάει μές άπ' τα δεκανίκια των σακάτηδων που γυρνάνε χτυπώντας
τις πόρτες των πολιτειών
φυσάει μές στις κιθάρες των τυφλών πού παίζουν στις γωνιές
των δρόμων
φυσάει
φυσάει ανάμεσα στα κόκκαλα των νεκρών
Μιά γυναίκα σφίγγει τρομαγμένη το παιδί της
εκείνο πονάει και μπήγει τις φωνές
σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός
ένας αρτεργάτης φτύνει
καθάρματα
αλληλούια
κι η φτυσιά του πηγμένη άπ' τ' αλεύρι φουσκώνει σαν προζύμι
γιά ένα μεγάλο αυριανό ψωμί
λάβετε φάγετε
φυσάει
Εργάτες άπ' τούς υπονόμους άπ' τά τσιμεντάδικα άπ' το γκάζι
σκουπιδιαραΐοι χτίστες εργάτες άπ' τα σφαγεία
γυναίκες άπ' αυτές πού πουλάνε χόρτα στην αγορά
κορίτσια που ζεσταίνουνε τα χέρια τους κάτω άπ' τις μασκάλες
κάτι πελώρια κόκκινα χέρια φαγωμένα άπ' τα νερά
Τό έθνος μας απειλείται...
υπέρ βωμών και εστιών ...
μα πρέπει να συντομεύουμε έξοχώτατε
μας περιμένουν για το τσάϊ
ένθα ουκ έστι πόνος, ού λύπη
ένας ζητιάνος ξύνει τ' αχαμνά του
Ό άγνωστος στρατιώτης κρυώνει κάτω άπ' το ψιλό χιονόνερο
κρυώνουν οι άνθρωποι κάτω άπ' τον ίσκιο του πολέμου
"Ενας γεράκος αλέθει ένα κάστανο με τα φαφουτιασμένα γούλια του
μιά πουτάνα κρεμασμένη στο μπράτσο ενός αμερικάνου ναύτη
ένα κορίτσι θυμάται τις παιδικές του προσευχές
« και έπί γης ειρήνη »
ο πόλεμος
φυσάει
Φυσάει στά κοκκαλιάρικα απλωμένα χέρια των ζητιάνων στα
σκαλοπάτια των εκκλησιών
φυσάει στις ξεπαγιασμένες σιωπηλές ουρές έξω άπ' τα λαϊκά συσσίτια
φυσάει στα ορφανοτροφεία στα μπορντέλα στα παιδικά άσυλα
φυσάει στην Κένυα τραντάζοντας τα κορμιά των κρεμασμένων μαύρων
φυσάει
— Νά διαφυλάξωμεν την άσφάλειαν του έθνους
— θα διώξουν λένε κι άλλους εργάτες αύριο — τί θα γίνουμε?
— Σας πάει περίφημα η έρμίνα σας αγαπητή μου
— Έλεήστε με χριστιανοί, δώστε μου μιά δραχμίτσα χριστιανοί
— Μακάριοι οι πεινώντες κι οι διψώντες
— Κάνε πιό κει ντέ τό στόμα σου βρωμάει σαν άπόπατος
— Ή ελευθερία της πατρίδος
— Την πήγα στο νοσοκομείο μα θέλαν λεφτά ...
— Απαιτεί να έξοπλισθώμεν
— Πέθανε
— Φυτίλια γιά τους άναφτήρες ... φυτίλια γιά τους άναφτήρες
φυσάει
τί θα γίνουμε?
πάρτε αδέρφια έχουμε και φυτίλια γιά δυναμίτες
Φάτσες αυλακωμένες άπ' το χρόνο και τη βλογιά
φάτσες σημαδεμένες άπ' την πείνα και τα εργατικά ατυχήματα
φάτσες πρισμένες βρώμικες τριχωτές
φάτσες τραβηγμένες άπ' τις τανάλιες ενός άγριου χαμόγελου
φάτσες φαρδειές σάν στήθεια μητρικά
φάτσες σκληρές σαν άμώνια
Μιά γυναίκα βγάζει τό στήθος της και θηλάζει ένα κίτρινο μωρό
ο άνεμος μπερδεύει τά σύννεφα
τα σύννεφα μπερδεύονται στις σημαίες
ο θάνατος περιοδεύει τον κόσμο με τη μάσκα ενός στρατηγού
ο Άντενάουερ πλένει τα βρώμικα χέρια του μ' ένα σαπούνι
καμωμένο στο Μπούχεβαλντ
κλαίνε οι γυναίκες πλένοντας τα μαύρα ρούχα τους
οι άνθρωποι κλαίνε στα κατώφλια στις γωνιές των δρόμων στα χωράφια
κλαίνε στα χαρακώματα στα νοσοκομεία έξω άπ' τα ταμεία ανεργίας
δάκρυα δάκρυα δάκρυα
τα μάτια μας θα ζήσουνε και πέρα άπό το θάνατο μας γιά να κλαίνε
φυσάει
Ό άνεμος μπερδεύει τις φωνές τα χρόνια τα ηλεχτρικά καλώδια
μπερδεύει τα δόντια ένού καπνεργάτη με τις ξιφολόγχες
μπερδεύει τον υπουργό μ' ένα μαύρο σκυλί
μπερδεύει τον μαστό αυτής της γυναίκας που θηλάζει
με τον τρούλλο της γειτονικής εκκλησίας
φυσάει
Τα τζάμια των μεγαλουπόλεων είναι θολά βρωμισμένα άπ' τα
πεινασμένα χνώτα μας
καθώς θάβουμε τούς νεκρούς έχουν το στόμα τους ανοιχτό
οι νεκροί μας
πεινάνε
"Ενα κοριτσάκι κάθεται στο κατώφλι
έχει τυλίξει μ' ένα πανί, σαν κούκλα, το δεκανίκι του πατέρα της
και το νανουρίζει
νάνι νάνι
Τα μέγαρα ρίχνουν έναν ίσκιο βαρύ πού σπάει τη ραχοκοκκαλιά μας
τρέχουν οι δρόμοι λαχανιασμένοι
τα παράθυρα είναι τυφλά
χιονίζει
Μιά λεχώνα ουρλιάζει κάτω άπ' τον παραμορφωμένο ουρανό
ο άντρας της γυρίζει τους δρόμους ζητιανεύοντας ένα κερί
ν' ανάψει δίπλα στό νηογέννητο
Οί χορταρομαζώχτρες γυρίζουν τα χωράφια
μαζεύοντας στη ποδιά τους σφαίρες, σάπιες αρβύλες και κιτρινισμένα γράμματα
φυσάει
ά γεννάτε γεννάτε μανάδες
κοιλοπονάτε
ούρλιάχτε άπ' τους πόνους της γέννας
σκίστε τα ρούχα σας και τυλίχτε μη σας κρυώσει το μωρό
γεννάτε γεννάτε
χρειάζεται κι άλλους νεκρούς ο πόλεμος
φυσάει
Φυσάει μές άπ' τους σκισμένους αγκώνες των χαμάληδων
φυσάει μές άπ' τα τρύπια βρακιά των άνεργων
φυσάει
φυσάει μέσα στήν οργισμένη καρδιά του λαού
Ό υπουργός χειρονομεί
πάνω στο χαμηλό μαύρο ουρανό
τα χέρια του σχεδιάζουν την προδοσία
Μιά γρηά σταυροκοπιέται: Κύριε των δυνάμεων
— τών Δυτικών βέβαια Δυνάμεων
Ένας οδοκαθαριστής τρέμει άπ' το κρύο
τα δόντια του χτυπάνε
παίζοντας ένα υπόκωφο οργισμένο τραγούδι
έϊ αφεντικά...
ποιος φώναξε?
κανείς...
φυσάει
Εργάτες άπ' τη λαχαναγορά άπ' τις πριονοκορδέλες άπ' τα λιπάσματα
φορτοεκφορτωτές πλύστρες εργάτες άπ' τα νταμάρια
τα τσούρμα άπ' τα λιμάνια που κουβαλάνε τα σακιά τού αλευριού
80 κιλά τό καθένα
γρηές πού καθαρίζουν τα δημόσια αποχωρητήρια
με τα μάτια τους κόκκινα και πρισμένα άπ' την αμμωνία
Ό άνεμος βουίζει στις παρόδους στις πλατείες στους σταθμούς
βουίζουν οι στέγες τα σύρματα οι καμπάνες
βουίζουν τα χρόνια πού έρχονται
βουίζουν κάτω άπ' τον θόλο τ' ουρανού οι κραυγές των κυνηγημένων νέγρων
Δυό εργάτες κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα
δεν ακούς τι λένε
βλέπεις μονάχα τα πλατειά τους χείλια να σαλεύουνε σαν χέρια
έτοιμα να χτυπήσουν
Ένα γυαλιστερό αυτοκίνητο σταμάτησε
κυλάνε δυό φαλακροί κύριοι και μιά χοντροκώλα κυρία
η πατρίς απαιτεί θυσίας
Οί τράπεζες ξαπλωμένες στα φαρδειά πεζοδρόμια
σαν προϊστορικά ζώα πού χωνεύουν τη λεία τους
Ή γρηά κυττάει κυττάει τον άγνωστο στρατιώτη γυμνό μές
στην παγωνιά
βγάζει το σάλι της και προχωράει να σκεπάσει αυτό το γυμνό
παιδί που κρυώνει
Φάτσες τραχειές σαν κούτσουρα
φάτσες κοφτερές σαν τσεκούρια
φάτσες κόκκινες χαλκοπράσινες σταχτιές
φάτσες βαθειές κι απέραντες σαν τον βαθύ κι απέραντο ορίζοντα
χέρια πού χτίζουνε τον κόσμο σε μιάν ώρα
και τον γκρεμίζουν σ' ένα δευτερόλεπτο
φάτσες χοντροκομένες πέτρινες σημαδιακές
Ένας καρβουνιάρης με τα μάτια στο μαύρο μούτρο του
σαν κόκκινα φανάρια κινδύνου μές στη νύχτα
έϊ αφεντικά... μιά μέρα θα λογαριαστούμε
ποιος φώναξε?
κανείς...
φυσάει
ο πόλεμος
ο πόλεμος
— απόψε φωνάξαμε όλοι μαζί
Ό άνεμος παίρνει το σάλι της γρηάς το σηκώνει ψηλά τό ξεδιπλώνει
καί το σάλι μεγαλώνει μεγαλώνει και σαν ένα τεράστιο μαύρο χταπόδι
αδράχνει τήν πολιτεία
Ό άνεμος μπερδεύει τους δρόμους τις χρονολογίες τα πρόσωπα
παρασέρνει τη σκόνη άπ' τα πεδία των μαχών
αυτή η σκόνη θάβει σιγά - σιγά την Ευρώπη
φυσάει στα χωράφια στα λιμάνια στα ξέστρατα
πάνω στα τζάμια μας αντιφεγγίζουν οι μεγάλες πυρκαγιές της Ασίας
ένα σινιάλο ουρλιάζει μές τη νύχτα
S. Ο. S.
S. Ο. S.
ποιος κινδυνεύει
φυσάει μές στα μεγάλα τούνελ πού περνάν τα τραίνα γεμάτα
φαντάρους και σκοτεινιά...
πού πάνε?
S. Ο. S.
ο κόσμος βουλιάζει
φυσάει στους λόφους στα σταυροδρόμια στις εκκλησιές
οι γερμανίδες τραγουδάνε καθισμένες στα κατώφλια
τρεις φίλοι κινάνε
καί πέρα τραβούν
στό Ρήνο νά πάνε. . .
πήγαιναν οι φίλοι ξέγνοιαστοι όταν στο δρόμο ξαφνικά
τους βρήκε ο πόλεμος
τώρα σαπίζουνε θαμένοι σ' ένα ξένο μακρυνό τόπο
στό Ρήνο νά πάνε
κρασάκι νά πιουν . . .
ο άνεμος μπερδεύει τις χειρονομίες τα γεγονότα τα αίματα
μετατοπίζει τα σύνορα κουρελιάζει τους γεωγραφικούς χάρτες
γκρεμίζει το φράχτη που χωρίζει στη μέση τη Γερμανία
αναποδογυρίζει το άγαλμα της Ελευθερίας και στη θέση του
μπήγει ένα τεράστιο ξύλινο σταυρό
παρασέρνει τα σύννεφα τα έθνη τις πυρκαγιές
φυσάει
φυσάει παράξενα απόψε ο άνεμος αλλάζοντας το σχέδιο του κόσμου
Οί φαντάροι χτυπάνε τα πόδια τους να ζεσταθούν
γλιστράει το χιονόνερο πάνω στα κράνη
μετά τον κύριο υπουργό ένας στρατηγός ανεβαίνει στο βήμα
χάϊλ Χίτλερ
ώ με συγχωρείτε
ή ελευθερία της πατρίδος — ήθελα νά πώ
τα γάντια χειροκροτούν
κάτω άπ' τα τριμένα πανωφόρια των παιδιών
ξεχωρίζεις τις μυτερές υποσιτισμένες ωμοπλάτες
Μιά παρέα κορίτσια χαχανίζει
κυττώντας το ξεκούμπωτο βρακί ενός μεθυσμένου
Το κοριτσάκι όλο μουρμουράει
νάνι νάνι
μα το δεκανίκι δέ μπορεί να κοιμηθεί
— θυμάται τον πόλεμο
φυσάει
Ένας κουλός σηκώνει τα μάτια του σα να σήκωνε τις γροθιές του
Φάτσες από κατράμι φάτσες άπό μπετόν
χοντρά δυνατά σαγώνια γυμνασμένα άπ' τις άμασίες
μάτια που κι άπ' τις ξιφολόγχες κόβουν πιό καλά
τα χέρια τους είναι έτοιμα να σώσουνε τον κόσμο
εις τους αιώνας των αιώνων
Πιο σιγά λοιπόν... πιό σιγά..
πιό σιγά τις σάλπιγγες
θα ξυπνήσουν τους νεκρούς —
θα ξυπνήσουμε
φυσάει στους καταφρονεμένους και τους γυμνούς
Κάποιος πέφτει
ποιος είναι ποιος είναι?
δυό αστυφύλακες τρέχουν
τίποτα τίποτα
ένας άνεργος λιγοθύμισε
φυσάει
μπορεί και να πέθανε
αλληλούια
Τα σταυροδρόμια σαν μεγάλοι σταυροί ακουμπισμένοι στο χώμα
τα σύννεφα χαμηλά οι ξιφολόγχες γυαλίζουν
πάντα ματαιότης τά ανθρώπινα
ρουφιάνοι
ο πόλεμος
και ξανά τα σύννεφα οι μελανιασμένες φάτσες ο άνεμος
τι θα γίνουμε? φυσάει
αλληλούια αλληλούια αλληλούια
Και ξαφνικά έγινε μεγάλη σιωπή.
Κι άρχισε ο ήλιος να κατεβαίνει μέσα στις φλόγες της δύσης.
Κι η απέραντη πυρκαγιά του δειλινού άπλωσε τις τρομαχτικές
λάμψεις της πάνω άπ' τον κόσμο.
Κι ο ουρανός έγινε κόκκινος. Και το χώμα πήρε ένα βαθύ χρώμα
κόκκινο. Κι έγινε σάν αίμα.
Και δεν ακουγόταν τίποτα σ' όλη τη γή.
Τότε προβάλλοντας σιγά - σιγά πίσω άπ' τα υψώματα
μεγάλες σκοτεινές φάλαγγες φάνηκαν νάρχονται.
Άπ' τις πεδιάδες, άπ' τα φαράγγια, άπ' τις χαράδρες, άπ' τα βουνά
άπ' ολους τους δρόμους του κόσμου φάνηκαν νάρχονται
οι νεκροί του πολέμου.
Ξετυλίγονταν σε μακριές μαύρες σειρές, συντεταγμένοι, σα να
πήγαιναν σε μάχη.
Και προχωρούσαν σέρνοντας τα βήματά τους και τρικλίζοντας
το κορμί τους έγερνε μπροστά σα νάχαν πολύ περπατήσει
σά νάχαν κουραστεί να περιμένουν τόσο πολύ.
Και προχωρούσαν κουτσαίνοντας και σάλευαν άργά πάνω
στον κόκκινο ματωμένον ορίζοντα.
Και κάθε τόσο τρεμούλιαζε η γης, ύστερα έσκαγε κι άνοιγε
ένα μαυροπράσινο χέρι έβγαινε άπ' το χώμα και τέντωνε τα
σάπια δάχτυλα.
Οι νεκροί άνακλαδίζονταν και σηκώνονταν όρθιοι.
Και πατούσαν πάνω στους άλλους νεκρούς και προχωρούσαν
και σερνόντουσαν κι αυτοί στο χώμα κι αρπάζονταν άπ' τις
χλαίνες των άλλων κι ανασηκώνονταν
και σμίγαν τις φάλαγγες και πλήθαιναν και προχωρούσαν
εκατομμύρια νεκροί.
Κι άναβαν κόκκινοι οι ορίζοντες σά να καιγόταν ο κόσμος.
Ερχόντουσαν άπ' τα χαρακώματα, άπ' τις υπόγειες στοές, άπ' τις τρύπες
ερχόντουσαν άπ' τους ομαδικούς τάφους τους ανοιγμένους στις πεδιάδες
έκεΐ που τους είχαν σωριάσει γρήγορα - γρήγορα σά να φτυαρίζαν
ένα σωρό κοπριά.
Ερχόντουσαν με τις κοματιασμένες, ματωμένες χλαίνες τους
σκεπασμένες άπό ένα παχύ στρώμα λάσπη
με τα μάτια τους γυάλινα, πελώρια ανοιγμένα, όπως μείναν
την ώρα που τους κάρφωσαν την ξιφολόγχη
με το στόμα συσπασμένο, σκισμένο άπ' την τελευταία κραυγή.
Ερχόντουσαν άπ' τα σταχτιά, άπ' τα άνασκαμένα, άπ' τα ερημωμένα
πεδία της μάχης
με τα πρόσωπα χωματένια, παραμορφωμένα φριχτά
καθώς την ώρα που έπεσαν, οί άλλοι τρέχοντας πατούσαν
πάνω τους και προχωρούσαν
κι όλη τη μέρα, αρβύλες ρόδες άλογα, τους ποδοπατούσαν
ανάμεσα στις κανονιές και τον καπνό.
Ερχόντουσαν ξεκοιλιασμένοι, σπαραγμένοι, σαπισμένοι
ανασαίνοντας δύσκολα με το κεφάλι άνεστραμένο και το στόμα
σάν μιά πληγιασμένη τρύπα ανοιχτό.
Και προχωρούσαν άργά μέσα στο κόκκινο πελώριο ηλιοβασίλεμα.
Άλλοι κρατούσαν με τα χέρια τους τα χυμένα τους σπλάχνα
άλλοι βαστούσαν σα ντουφέκια στους ώμους τους ξεριζωμένους σταυρούς
άλλοι με τα κομμάτια της οβίδας ακόμα καρφωμένα στα κόκκαλά τους
κι άλλοι με γατζωμένα πάνω τους τα συρματοπλέγματα, όπως
τάχαν αγκαλιάσει την ώρα που τους θέριζε το πολυβόλο.
Κι άπ' τις βομβαρδισμένες πολιτείες γυναίκες ερχόντουσαν
αναμαλλιασμένες
σφίγγοντας στο σαπισμένο βυζί τους τα κοματιασμένα βρέφη τους.
Και σκελετοί μαύροι καρβουνιασμένοι στα κρεματόρια
με χέρια καμένα, στρεβλωμένα σα ρίζες δέντρου άπ' την αγωνία.
Και προχωρούσαν βαρειά, γυαλίζοντας άπό ένα παχύ λιπαρό ίδρωτα
μ' ένα ηλίθιο γέλοιο όπως γελάνε αυτοί που δεν περιμένουν πιά
τίποτα
όπως γελάνε εκείνοι πού έχουν αποφασίσει κάτι τρομαχτικό.
Και προχωρούσαν και συστρέφονταν κι ανεβοκατέβαιναν
και κουλουριάζονταν και πλήθαιναν και προχωρούσαν...
--τόπο, τόπο
-- κάντε τόπο στους νεκρούς.
Και κατέβαινε ο ήλιος μέσα στις φλόγες του δειλινού
φωτίζοντας τις σκοτεινές φάλαγγες που χάνονταν ατέλειωτες
ώς το βάθος του κόσμου
Πού πάνε πού πάνε
σταματήστε τους
οι στρατηγοί χειρονομούν
οι υπουργοί κι οι πόρνες τρέμουν
σταματήστε τους
Τα ψηλά καπέλα πέφτουν
οι γούνες ξαναγίνονται ζώα και τους δαγκώνουν το λαιμό
ο τεράστιος ϊσκιος των νεκρών τους συνθλίβει τα κόκκαλα
κάτω άπ' αυτόν τον ασήκωτο ϊσκιο ζαρώνουν οι επίσημοι
σαν ακορντεόν που κλείνουν
Στρατιώτες έπιτεθείτε
αξιωματικοί έπιτεθείτε
όλοι οι λόχοι όλα τα όπλα
έπιτεθείτε
Οι μεγαλόσταυροι μπήγουν τα δόντια τους στα στήθεια των στρατηγών
τα μάτια τους τρομαγμένα χύνονται στην άσφαλτο καί σαλεύουν
σαν αράχνες
πώς να σκοτώσουμε τούς σκοτωμένους έξοχώτατοι?
χι – χι - χι
Οι φαντάροι είναι κίτρινοι
τα όπλα στα χέρια τους αλλάζουν και γίνονται δεκανίκια
ύστερα αλλάζουν και γίνονται κεριά
ύστερα αλλάζουν
και δεν υπάρχουν μήτε όπλα μήτε στρατιώτες πιά
Οι νεκροί προχωράνε αμίλητοι
αναποδογυρίζουν τα καμιόνια αναποδογυρίζουν τα τάνκς
πατάνε πάνω στις ξιφολόγχες και τις σάλπιγγες
Έπιτεθείτε
χι – χι - χι
Μιά γυναίκα ουρλιάζει: γιέ μου
και χύνεται στα πόδια ενός νεκρού
ένας νταμαρτζής φωνάζει : μαζί τους
ένας χτίστης : δολοφόνοι
ένας αχθοφόρος σηκώνει το χέρι του
κι η γροθιά του πελώρια κρέμεται πάνω άπ' τα μέγαρα
βοήθεια
μαζί τους
δολοφόνοι
γιέ μου γιέ μου...
Καί τότε ξανάρχισε ο άνεμος
Κι ολάκαιρο το πλήθος σάλεψε κι άρχισε να προχωράει
ένα δάσος άπό σηκωμένες γροθιές
ένα απέραντο βουητό
ειρήνη
ειρήνη
Τα μεγάλα ρολόγια των πολιτειών τρίζουν καθώς σπρώχνουν το χρόνο
οι χτίστες κατεβαίνουν άπ' τις σκαλωσιές και προχωράνε
αυτοί που στρώνουνε τις δημοσιές βάζουν τις άξίνες
στους ώμους τους και προχωράνε
όχι άλλο αίμα όχι αδέρφια
ειρήνη
ειρήνη
Οι τοίχοι τα σπίτια οι πλατείες οι σταθμοί
κυττάζουν έκπληχτα αυτό το σκοτεινό πλήθος
πού κάνει τον κόσμο να τρέμει
και να ξαναγεννιέται
έρχονται άπ' τα ορυχεία άπ' τα χαντάκια άπ' τους υπονόμους
έρχονται άπ' τα βάθη του χρόνου καβάλα στους οδοστρωτήρες
ακούστε
αγκομαχάνε οι ρόδες τους σαν την ανάσα της ιστορίας
Οι χωριάτες αρπάζουν τα δικράνια τους και προχωράνε
ο άνεμος βουίζει μές στα στάχια βελάζουν τα μοσκάρια στις αυλές
ειρήνη
ειρήνη
Ξύλα κι αξίνες ανεμίζουν στον αέρα
οι δρόμοι αυτά τα πελώρια λαρύγγια του κόσμου
σφυροκοπάνε άπό κραυγές
ερχόμαστε
παραμερίστε
κατεβαίνουμε σάν μιά χιονοστιβάδα πού όσο κατηφορίζει μεγαλώνει
Μιά απέραντη θέρμη άπό χιλιάδες χνώτα
τα κεριά λυώνουν μονομιάς στο βάθος τών εκκλησιών
τραντάζεται ο θόλος τ' ουρανού άπ' τα μεγάλα καρδιοχτύπια
ερχόμαστε άπό πολύ μακριά
πηγαίνουμε πολύ μακριά
βαδίσαμε μές στη λάσπη και το αίμα
βαδίσαμε πάνω στα κόκκαλα των παιδιών μας
βαδίσαμε χιλιάδες χρόνια γιά νάρθουμε
ειρήνη
ειρήνη
φάτσες σημαδεμένες άπ' τά οξέα και τις μπαλνταδιές του μέλλοντος
χέρια που παίζουνε σαν παιχνιδάκια τις βαρείες και την τύχη του κόσμου
ειρήνη
Σφυρίζουν τα τραίνα
μιά μεγάλη βουή άπ' όλα τα σημεία του ορίζοντα
χιλιάδες χέρια αδράχνουν και χτυπάνε τις καμπάνες
οι κουλοχέρηδες αρπάζουν με τα δόντια τους και τραβάνε τα σκοινιά
οι γυναίκες αρπάζουν τα μωρά τους και τα σηκώνουν ψηλά σα λάβαρα
ο άνεμος φυσάει τα μαλλιά τους
ο άνεμος φυσάει και ξεδιπλώνει σαν σημαίες τα μαλλιά τους
θέλουμε να σπείρουμε
θέλουμε να ύφάνουμε
θέλουμε να γεννήσουμε
ειρήνη
ειρήνη
Ό άνεμος σκίζει τα σύννεφα
και πάνω σ' αυτά τα κουρελιασμένα πλήθη
πέφτει ξαφνικά ένας καταράχτης φώς
είμαστε έμείς που χτίζουμε τις πολιτείες και δεν έχουμε σπίτι
έμεΐς που ζυμώνουμε καί δεν έχουμε ψωμί
έμεΐς που βγάζουμε το κάρβουνο και κρυώνουμε
εϊμαστε έμεΐς που δεν έχουμε τίποτα
κι ερχόμαστε να πάρουμε τον κόσμο
ειρήνη
ειρήνη
είμαστε οι προλετάριοι
Σάν μιά αστραπή το αύριο αυλακώνει τις πρωτεύουσες
οι πολιτείες φαρδαίνουνε σπρωγμένες άπ' τους αγκώνες του πλήθους
οι περαστικές σκιές πέφτουν τραχειές πάνω στα μέγαρα σαν άξίνες
αυτός ο θόρυβος είναι ο σφυγμός ενός πελώριου πυρετού
— θάλεγες πώς το ίδιο το μέλλον βαδίζει σήμερα
οι τυφλοί πίσω άπ' το σκοτάδι τους με τρεμάμενα ρουθούνια
μυρίζονται αυτόν τον ήλιο που πάει ν' ανατείλει
εϊμαστε έμείς που μας συνθλίβουν τα βαγόνια
έμείς που γκρεμιζόμαστε άπ' τις σκαλωσιές
έμείς πού μας θάβουν οι στοές των ορυχείων
είμαστε έμείς που πέφτουμε ουρλιάζοντας μές στά λυωμένα μέταλλα
είρήνη
ειρήνη
ο άνεμος που σας παρασέρνει απόψε
έρχεται άπ' τα χνώτα μας και τα φυσερά μας
Χιλιάδες άνθρωποι προχωράνε
βλοσυροί
χοντροκομένοι
βρώμικοι
μη πιστεύοντας στο θεό
κουβαλώντας σάν ένα καινούργιο πελώριο θεό
τη δύναμη τους
είμαστε έμείς πού κλαίμε σ' όλες τις γωνιές του κόσμου
έμείς που βλαστημάμε όλα τα ίερά του κόσμου
εϊμαστε έμείς που τραγουδάμε σ' όλες τις γλώσσες του κόσμου
είρήνη
ειρήνη
Προχωράνε άπ' όλα τα σημεία της γής
με τις χοντρές πατούσες τους γκρεμίζοντας τα σύνορα
με τα σκληρά ροζασμένα χέρια τους σχεδιάζοντας πάνω στον
κόκκινον ορίζοντα
τις φαρδειές χειρονομίες ενός καινούργιου πεπρωμένου
Και πίσω τους έρχεται α άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος βουίζοντας
ειρήνη
ειρήνη
ειρήνη
Τάσος Λειβαδίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου