Βιολί έπαιζε συνήθως στην είσοδο του μετρό, αμέσως μετά τις κυλιόμενες. Και καθαρότερο ήταν το περιβάλλον εκεί και η μουσική του δεν ήταν εκτεθειμένη στους θορύβους του δρόμου. Καθώς καθόταν κι έπαιζε, η θήκη του βιολιού έχασκε μπροστά του ανοικτή. Μέσα της σκορπισμένα κέρματα. Άλλοτε περισσότερα, άλλοτε λιγότερα. Ήταν μονίμως αφηρημένος και δεν τσέκαρε τις τσέπες του να δει πόσα είχε όταν ξεκινούσε από το σπίτι. Ξεκινούσε με σκοπό να προσφέρει. Δεν είχε σημασία η ποιότητα της μουσικής ή η ποσότητα των χρημάτων. Η χειρονομία είχε σημασία. Για αυτό όταν έπιανε τη θέση του και έβγαζε το βιολί από τη θήκη, άδειαζε τις τσέπες του από ό,τι κέρμα είχε και το άπλωνε μέσα της.
Κι όμως οι άνθρωποι περνούσαν και δεν καταδέχονταν να πάρουν κανένα. Αναρωτήθηκε μήπως όπως αρνούνταν την μια προσφορά του, αρνούνταν και τη δεύτερη. Αναρωτήθηκε δηλαδή μήπως εκτός από τα λεφτά που δεν έπαιρναν από τη θήκη, έτσι δεν άκουγαν και τη μουσική που τους έπαιζε με το βιολί.
Ταράχτηκε και αποφάσισε να προσφέρει περισσότερα. Έριξε στη θήκη ένα εικοσάευρω κι ένα πενηντάευρω. Αλλά οι περαστικοί δεν κατέβαζαν το βλέμμα προς τη θήκη, δεν έβλεπαν τι είχε μέσα και συνέχιζαν να τον προσπερνούν.
Ταράχτηκε κι αποφάσισε να προσφέρει και μουσικά περισσότερα.
Σηκώθηκε όρθιος και το γύρισε σε πιο γρήγορους ρυθμούς. Μετά άρχισε να περιφέρεται ανάμεσά τους και να παίζει σχεδόν στα μούτρα τους, με διαρκώς αυξανόμενη ένταση. Κάποιοι τρομαγμένοι έκλειναν τα αυτιά τους, άλλοι απλώς επιτάχυναν τον βηματισμό τους.
«Σε κλέβουν άνθρωπε μου, γιατί απομακρύνθηκες τόσο;», άκουσε τότε μια φωνή, κι είδε στο βάθος έναν νεαρό να βουτάει τα χαρτονομίσματα και να φεύγει τρέχοντας προς τις σκάλες. Άρχισε να χαμηλώνει τους ρυθμούς της μουσικής του. Γυρνώντας στη θέση του ολοκλήρωσε την μελωδία σχεδόν σιωπηλά.
Ξανακάθισε.
Επιτέλους είχε σουξέ.
Old Boy
Κι όμως οι άνθρωποι περνούσαν και δεν καταδέχονταν να πάρουν κανένα. Αναρωτήθηκε μήπως όπως αρνούνταν την μια προσφορά του, αρνούνταν και τη δεύτερη. Αναρωτήθηκε δηλαδή μήπως εκτός από τα λεφτά που δεν έπαιρναν από τη θήκη, έτσι δεν άκουγαν και τη μουσική που τους έπαιζε με το βιολί.
Ταράχτηκε και αποφάσισε να προσφέρει περισσότερα. Έριξε στη θήκη ένα εικοσάευρω κι ένα πενηντάευρω. Αλλά οι περαστικοί δεν κατέβαζαν το βλέμμα προς τη θήκη, δεν έβλεπαν τι είχε μέσα και συνέχιζαν να τον προσπερνούν.
Ταράχτηκε κι αποφάσισε να προσφέρει και μουσικά περισσότερα.
Σηκώθηκε όρθιος και το γύρισε σε πιο γρήγορους ρυθμούς. Μετά άρχισε να περιφέρεται ανάμεσά τους και να παίζει σχεδόν στα μούτρα τους, με διαρκώς αυξανόμενη ένταση. Κάποιοι τρομαγμένοι έκλειναν τα αυτιά τους, άλλοι απλώς επιτάχυναν τον βηματισμό τους.
«Σε κλέβουν άνθρωπε μου, γιατί απομακρύνθηκες τόσο;», άκουσε τότε μια φωνή, κι είδε στο βάθος έναν νεαρό να βουτάει τα χαρτονομίσματα και να φεύγει τρέχοντας προς τις σκάλες. Άρχισε να χαμηλώνει τους ρυθμούς της μουσικής του. Γυρνώντας στη θέση του ολοκλήρωσε την μελωδία σχεδόν σιωπηλά.
Ξανακάθισε.
Επιτέλους είχε σουξέ.
Old Boy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου