Κάτι στ'αλήθεια συμβαίνει εδώ και δυό περίπου χρόνια. Μια ολόκληρη «γενιά» ιερουργών της Τέχνης, μια ολόκληρη
γενιά πολιτών μιας «παράλληλης Ελλάδας» που δεν έχει εγγεγραμμένους στα μητρώα της, ούτε «φωνές… κορμάρες», ούτε «σταρ», ούτε «ομιλούσες κεφαλές» περιφερόμενων θιάσων, φεύγει για «το ταξίδι στα Κύθηρα», έχοντας ως αποσκευές, κάποια τραγούδια, κάποια βιβλία, μια ή δυο ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ένα λεξικό της ελληνικής γλώσσας.
Στα μουντά πρωϊνά οι ειδήσεις διαδέχονται η μια την άλλη, σαν ένα ποτάμι με θολωμένα νερά που «κατεβάζει» ό,τι θέλεις.
Και ξαφνικά, ο «παρουσιαστής» με το ίδιο βαριεστημένο ύφος με το οποίο ανακοινώνει κάθε μέρα τις «πληγές του Φαραώ», αναγγέλλει και «μια θλιβερή» είδηση: «Έφυγε» ο Δημήτρης Μητροπάνος.
Το τι θα ακολουθήσει είναι γνωστό: Δηλώσεις, θρήνοι, και «παχιά λόγια» για τον μεγάλο «μας» ερμηνευτή και ύστερα η… λήθη.
Στους πολίτες της «παράλληλης Ελλάδας», αυτό το «μας» δεν έχει εισαγωγικά, γιατί αυτοί οι πολίτες, υποψιασμένοι εδώ και χρόνια, άκουγαν, έκριναν και αντιλαμβάνονταν τον Μητροπάνο, όχι ως έναν «διασκεδαστή» της «νύχτας», αλλά ως έναν δωρικό ερμηνευτή που συνέχιζε στον μεγάλο δρόμο των λαϊκών βάρδων, ερμηνεύοντας τραγούδια που είχαν ήθελαν πάντα κάτι περισσότερο να «πουν» από τους στίχους τους.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος συνέβαλε με τις ερμηνείες του στο να προσθέσει ένα λιθαράκι στη δημιουργία ενός «στέρεου εδάφους» για να στέκονται πάνω του, όσοι θυμούνται, όσοι ελπίζουν, όσοι «δεν βολεύονται στο σήμερα», όσοι «ψάχνουν του κόσμου τον λεκέ», όσοι θέλουν «τον κόσμο αδελφωμένο», όπως κι ο ίδιος τραγουδούσε.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος τραγούδησε με τα μάτια του και τη φωνή του να αντιφεγγίζουν τις «φωτιές που ανάβουνε στις γειτονιές», ο Δημήτρης Μητροπάνος κράτησε με τη φωνή του, ώστε να μην κοπεί, το νήμα των αναμνήσεων που μας «κατοικούν», από το χθες ως το σήμερα και το αύριο.
Η προσέγγιση τέτοιων «μαστόρων» της τέχνης, δεν μπορεί παρά να έχει έντονα προσωπικά στοιχεία, και αρχίζοντας από αυτά θα «ξεδιπλωθεί» το σύντομο αυτό σημείωμα σε αυτόν.
Το πρώτο μουσικό μου «σχολείο» ήταν το «πικάπ» που ήταν ενσωματωμένο μαζί με το ραδιόφωνο «παγκοσμίου λήψεως» στο μεγάλο καφέ έπιπλο. Πρώτα ακούσματα τα τραγούδια που έλεγε ο πατέρας και βέβαια οι δίσκοι που αγόραζε Όσο και να ήταν το μεροκάματο, πάντα χωρούσε ένα δισκάκι τη βδομάδα.
Ο πρώτος δάσκαλος ήταν οι επιλογές του πατέρα μου και αυτός ο λαϊκός άνθρωπος με μοναδικό όπλο τις δικές του εμπειρίες από την ζωή και εκείνη την ανυπέρβλητη λαϊκή αισθητική των ανθρώπων του μόχθου, μπορούσε και ξεχώριζε.
Ήμουν μικρός όταν η βελόνα του πικάπ άρχιζε να γυρίζει πάνω στις στροφές ενός δίσκου με το όνομα «'Αγιος Φεβρουάριος».
Παράξενο όνομα, αρκετά οικείοι οι στίχοι σε μερικά τραγούδια, καθώς νόμιζα πως μιλούν για τη μικρασιατική προσφυγιά. Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να κατανοήσω πως η μικρασιατική προσφυγιά ήταν η αφορμή, ο στιχουργός ήθελε να μιλήσει γι άλλα πράγματα, αλλά αυτό δεν είχε τότε τόση σημασία.
Η γειτονιά τραγουδούσε το «Ο Χάρος βγήκε παγανιά», αλλά ήταν και «τα γράμματα μ'ευχές κι αφιερώσεις…», ήταν ο «Σταμάτης Κομνηνός», ήταν το «ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές», ήταν «η σούστα πήγαινε μπροστά κι ο μάγκας τοίχο-τοίχο».
Αρκετά οικείοι λοιπόν οι στίχοι, πρόσφυγας ο πατέρας και η γιαγιά, είχα ακούσει αφηγήσεις και ιστορίες.
Στις ιστορίες αυτές η γιαγιά άφηνε να ανεβαίνει ένας καημός από τα στήθια της, ένας καημός που τον είχα ακούσει και σε τραγούδια και ερμηνείες.
Στις ιστορίες όμως που έλεγε ο πατέρας, δεν έβγαινε καημός, ή έβγαινε λιγότερο, γιατί περισσότερο έβγαινε ένα πείσμα, πως κόντρα στους δύσκολους καιρούς θα πάμε μπροστά, θα την περπατήσουμε την ζωή, όπως κι αν ήλθε με ψηλά το κεφάλι και αλώβητη την αξιοπρέπεια.
Αυτό το πείσμα, χωρίς να το συνειδητοποιώ έσταζε την δύναμή του στην ψυχή μου, αυτό το πείσμα, νομίζω, πως το κράτησε ακέριο κόντρα σε όλους τους δύσκολους καιρούς ο ερμηνευτής του «'Αγιου Φεβρουάριου», που ξεκίνησε πριν λίγες ώρες να «διαβεί τον ωκεανό»
Η φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου είναι ο μελωδικός «τόπος» όπου συναντήθηκε ένα ρεύμα του λαϊκού τραγουδιού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά από τη μια, με τραγούδια των οποίων οι στίχοι κυρίως και η μουσική σαφώς διαφοροποιούνταν από τη θεματολογία του κλασικού λαϊκού τραγουδιού.
Σε αυτή την συνάντηση η φωνή του καλλιτέχνη διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο γιατί από τη μια προσέλκυσε στιχουργούς και συνθέτες να γράψουν γι'αυτή την φωνή με διαφορετικό τρόπο απ'ότι μέχρι τότε, ενώ από την άλλη μπόλιασε με την δωρική λιτότητα του κλασικού λαϊκού τραγουδιού το οποίο είχε επηρεάσει τον Μητροπάνο, νέες μορφές στιχουργικής και σύνθεσης.
Με την φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου έρχεται λοιπόν στο προσκήνιο ένα νέο και διαφορετικό είδος τραγουδιού μέσα στο οποίο συντίθεται αρμονικά το λαϊκό τραγούδι και η μπαλάντα. Αυτό το νέο και διαφορετικό είδος τραγουδιού διαδραμάτισε ιδιαίτερα στην δεκαετία του '90 σοβαρό ρόλο στο ελληνικό τραγούδι, δίνοντάς μας μερικά υπέροχα τραγούδια, τα οποία εκτός των άλλων φέρουν και την προσωπική ερμηνευτική σφραγίδα του Δημήτρη Μητροπάνου και εκτιμάμε ότι δύσκολα θα ερμηνευθούν έτσι από άλλον.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στην Αγία Μονή, μια συνοικία έξω από την νερομάνα του λαϊκού τραγουδιού, τα Τρίκαλα. Μεγάλωσε με την μητέρα του και την αδελφή του, ενώ έως τα 16 του στα χαρτιά γραφόταν ως «ορφανός» από πατέρα καθώς η οικογένεια νόμιζε ότι ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στο αντάρτικο. Τελικά έφθασε στην οικογένεια ένα γράμμα που έλεγε ότι ζει και είναι στη Ρουμανία και ο Δημήτρης γνώρισε τον πατέρα του στα 29 του.
Αλλά και τα δύο αδέλφια της μητέρας του ήταν φυλακή και εξορία, ως κομμουνιστές.
Η Αγία Μονή ήταν φτωχική συνοικία και όλοι ήταν αριστεροί θα πει αργότερα ο ίδιος, ενθυμούμενος ταυτόχρονα τα παιχνίδια του, κυρίως μπάλα, με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, ενώ αργότερα φτιάχτηκε και μια χορωδία για τις πρώτες καντάδες στα κορίτσια με τον Δημήτρη να αναλαμβάνει τα σόλα καθώς «με θεωρούσαν καλό για να τραγουδάω μόνος μου».
Τα καλοκαίρια δούλευε για να βοηθήσει τα οικονομικά της οικογένειάς του, πρώτα ως σερβιτόρος στην ταβέρνα ενός θείου του και μετά σε κορδέλες που έκοβαν ξύλα.
Στα 12 με 13 του τον κάλεσε η ασφάλεια για να του «εξηγήσει» τι ήταν ο πατέρας του και να τον «συμβουλεύσει φιλικά» να μάθει καμιά τέχνη, αφού με τέτοιο «ιστορικό» δεν είχε νόημα να πηγαίνει στο σχολείο μιας και δεν επρόκειτο να σπουδάσει, γιατί δεν θα τον άφηναν.
Κάθε μάζεμα της παρέας εθεωρείτο ύποπτο από τας αρχάς, ενώ ένα χαστούκι από καθηγητή στο γυμνάσιο ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Ένας αδελφός της μητέρας του, κομμουνιστής, επιστρέφει από την φυλακή, αλλά δεν μένει στα Τρίκαλα. Κατεβαίνει στην Αθήνα. Το ημερολόγιο έδειχνε 1964 και μαζί του είχε και τον ανιψιό του που κατέβηκε στην πρωτεύουσα έχοντας στις αποσκευές του το άγνωστο μέλλον και μια μεγάλη λατρεία: Τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη.
Είναι γνωστό αλλά χρειάζεται να το επαναλαμβάνουμε πού και πού. Τα βιώματα του κάθε καλλιτέχνη επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο της έκφρασής του, και σε ό,τι αφορά το τραγούδι, αυτά κάνουν τη διαφορά της σωστής εκτέλεσης από την δημιουργία.
Ο θείος του Δημήτρη Μητροπάνου εργαζόταν στην Ένωση Συνεταιρισμών Εργοληπτών Ραφτών Ελλάδας κι ένα βράδυ η εταιρεία έκανε ένα γλέντι στο «Πλακιώτικο Σαλόνι» όπου τραγουδούσε ο Μπιθικώτσης. Όταν τελείωσε το πρόγραμμα έβαλαν τον Δημήτρη να πει ένα τραγούδι, «κάτι του Θεοδωράκη δεν θυμάμαι…»
Ο Μπιθικώτσης έτυχε να είναι ακόμα στο μαγαζί και του λέει «εσύ πρέπει να γίνεις τραγουδιστής, έλα να σε πάω στην Κολούμπια».
Όντως έτσι έγινε και στην εταιρεία, η ψυχή της, ο Τάκης Λαμπρόπουλος, «παρέδωσε» τον Δημήτρη Μητροπάνο στον Γιώργο Ζαμπέτα, ουσιαστικά για να τον εκπαιδεύσει.
«Έτσι βρίσκομαι να δουλεύω με τον Zαμπέτα στα "Ξημερώματα". Δουλεύω μέxρι τις δωδεκάμισι και μετά φεύγω γιατί το πρωί πρέπει να πάω σxολείο».
Από τη Νεολαία Λαμπράκη ο Δημήτρης Μητροπάνος γνωρίζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη σε συναυλία του οποίου τραγούδησε για πρώτη φορά την Μεγάλη Δευτέρα του 1966, τον ακολουθεί σε περιοδεία στην Κύπρο το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, ενώ αρχίζει και γίνεται γνωστός στο φοιτητικό και νεανικό κοινό των μπουάτ.
Η Κολούμπια του κάνει συμβόλαιο για ένα χρόνο και ηχογραφεί δύο μόνο τραγούδια τα οποία δεν κυκλοφόρησαν ποτέ. Εργάζεται στα «Ταβάνια» στην Πλάκα, όπου πηγαίνουν και του προτείνουν συμβόλαιο οι Νίκος Αντύπας και Σπύρος Ράλλης, διευθυντής και παραγωγός της ΕΛΛΑΣΔΙΣΚ, μετέπειτα Polygram. Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε είχε τον τίτλο «Χαμένη Πασχαλιά», όμως επιβάλλεται η χούντα και το απαγορεύουν αμέσως.
«Έτσι ο πρώτος μου ουσιαστικά δίσκος γίνεται με τον Ζαμπέτα. "Θεσσαλονίκη" και "Μεταξουργείο". Και αμέσως μετά ο "Ξενύχτης" και το "Σπύρο μου, Σπυράκη μου"... Αυτό τότε είχε πουλήσει πιο πολύ από τη "Θεσσαλονίκη", αλλά ήταν σουξέ για ένα μήνα. Ενώ η "Θεσσαλονίκη" αντέχει μέχρι σήμερα... Στον Ζαμπέτα χρωστάω πολλά. Ίσως είναι ο μόνος που χρωστάω τόσα πολλά. Μου φέρθηκε παραπάνω από καλά κι ήταν για μένα οι πρώτες μου εμπειρίες».
Ο Δημήτρης Μητροπάνος παρουσιάζεται στον στρατό, όλοι γνωρίζουν τι σήμαινε αριστερός φακελωμένος στρατιώτης στα χρόνια της χούντας και τον Απρίλιο του 1971 παίρνει μετάθεση για την Αλεξανδρούπολη από όπου πήρε άδεια τον Νοέμβριο για να ηχογραφήσει ένα δίσκο. Τελικά, λόγω διαφόρων προβλημάτων η ηχογράφηση δεν πραγματοποιήθηκε, όμως έγινε ένα μήνα μετά, σε μια τετραήμερη άδεια του.
Ο δίσκος αυτός σε στίχους Μάνου Ελευθερίου και σύνθεση του Δήμου Μούτση αποτελεί σταθμό στην ελληνική δισκογραφία. Ο τίτλος του είναι «'Αγιος Φεβρουάριος».
Αφού απολύθηκε από τον στρατό, το 1973, ο Δημήτρης Μητροπάνος γνωρίζεται, μέσω του γαμπρού του, με τον Τάκη Μουσαφίρη που είχε κατέβει στην Αθήνα από τα Γιάννενα περίπου το 1971.
Μαζί με τον Τάκη Μουσαφίρη και τον Σπύρο Παπαβασιλείου για τα επόμενα χρόνια θα ερμηνεύσει μερικά από τα ωραιότερα λαϊκά του τραγούδια τα οποία και θα σφραγίσει με την φωνή του.
Το τραγούδι, το αληθινό τραγούδι στην δεκαετία του '90 προσπάθησε να φτερουγίσει έξω από τις οθόνες της τηλεόρασης που σιγά-σιγά ξεκίνησε να φτιάχνει τους πλαστικούς ουρανούς της. Ουρανοί χωρίς σύννεφα αρχικά, δηλαδή ψεύτικοι, όπου διάφοροι τύποι και τύπισσες παίρνουν τα πρωινά τους ροφήματα, φωνασκούντες, λικνιζόμενοι και ευτυχισμένοι. Μαζί με το πρωινό ρόφημα, καφετζούδες, χαρτορίχτρες και οιωνοσκόποι. Παιχνίδια για «τυχερούς», και αργότερα η πλέον σκοτεινή «ενημέρωση». Μια πορεία προς την εξαχρείωση, πλην βεβαίως ελαχίστων εξαιρέσεων. Τα επιχειρήματα αντικαταστάθηκαν από τις «ατάκες» και η ουσία από την «επικοινωνία». Το τραγούδι μετατρέπεται σε προϊόν ταχυφαγείου το οποίο καταπίνεται αμάσητο και όσο είναι ζεστό, καθώς δεν αντέχει ουσιαστικά πέραν της εβδομάδος.
Μια απίστευτη στρατιά διαφόρων αρπάζει ένα μικρόφωνο και λέει ότι θέλει κάθε βράδυ χειροκροτούμενη από μισομεθυσμένους οπαδούς ύποπτων συναλλαγών.
Παρ'όλα αυτά η παλιά φρουρά εξακολουθεί να γράφει διαμάντια.
Στο τοπίο που περιγράψαμε θα προσπαθήσει να φτερουγίσει το τραγούδι και να συνεχίσει να διηγείται τις δικές του ιστορίες Θα πιαστεί αναγκαστικά από τις αναμνήσεις. Θα χαμηλώσει την φωνή, και θα τραγουδήσει τις ιστορίες μιας ζωής αληθινής.
Ρόζα, θα μπορούσε να είναι το όνομα μιας δεκαετίας ολόκληρης, μιας δεκαετίας που μας κοίταζε να γυρεύουμε στην άσφαλτο νερό. Ρόζα, το όνομα της κοριτσιού που ψάχναμε σε δρόμους που είχαν αλλάξει όνομα για να του εξομολογηθούμε τον έρωτά της. Ενός έρωτα που δεν ήταν από ζάχαρη, ενός έρωτα απελπισμένου. Ρόζα θα μπορούσε να είναι το όνομα του ονείρου σε εποχές που τα περάσματα στενεύουν. Ρόζα όμως θα μπορούσε να είναι και το όνομα της ελπίδας, το όνομα μιας χώρας φωτεινής και ανθρώπινης, ενός άλλου τόπου. Ρόζα θα μπορούσε να είναι το όνομα της ανάγκης που γίνεται ιστορία.
To 1996 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Στου Αιώνα την παράγκα» με μελοποιημένους στίχους ποιητών από τον Θάνο Μικρούτσικο και ερμηνευτή τον Δημήτρη Μητροπάνο.
Στη φωνή του φτερούγισε και φτερουγίζει το πείσμα όσων ήθελαν και θέλουν να ζήσουν κόντρα στους δύσκολους καιρούς.
Στη φωνή του το λυτρωτικό δάκρυ ανεβαίνει ως την άκρη του ματιού, αλλά δεν πέφτει για να μην το πατήσουν οι αδιάφοροι περαστικοί.
Στη φωνή του το λυτρωτικό δάκρυ ανεβαίνει ως την άκρη του ματιού, και κυλάει ελεύθερα και λυτρωτικά όταν είσαι μόνος με τον εαυτό σου, οδηγώντας νύχτα στην ευθεία Κατερίνη-Θεσσαλονίκη.
Στην φωνή του ακούμπησε η μοναξιά του εσωτερικού μετανάστη, η μοναξιά του έρημου δρόμου χωρίς διαβάτες, το γερμανικό νούμερο του φαντάρου, το τελευταίο σφύριγμα βράδυ Κυριακής του τραίνου που φεύγει από τον επαρχιακό σταθμό.
Το δικό του «αχ» περισσότερο από τον λυγμό του καημού είναι ένα όπλο για να προχωρήσουμε με το κεφάλι ψηλά και την αξιοπρέπεια αλώβητη.
Γνώρισε τον κατατρεγμό, την φτώχεια και την βιοπάλη, γνώρισε την αγάπη της λαϊκής οικογένειας που κόντρα σε όλους τους καιρούς ήταν απάγκιο για τα παιδιά της.
Γνώρισε, έζησε, πείσμωσε, και γι'αυτό τραγούδησε έτσι.
40 και παραπάνω χρόνια στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος με μια φωνή που κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η διάρκεια και μέσω αυτής το μέστωμα ερμήνευσε τραγούδια σε ορισμένους δίσκους-σταθμούς της δισκογραφίας, αλλά και μια σειρά λαϊκών τραγουδιών που αναμφίβολα κατατάσσουν τους συντελεστές τους και βέβαια τον ίδιο στους λαϊκούς βάρδους κυρίως γιατί μετουσίωσε σε υπέροχα τραγούδια το πείσμα για αληθινή ζωή που μετέτρεπε την κάθε στιγμή ακόμα και τον θάνατο σε γιορτή γιατί «ένα λαχείο είναι η ζωή/ας είναι κι αμορτί./Λουλούδια για τον χάροντα/μπουζούκι και κιθάρα/κι ένα ανοιχτό περίπτερο/να πάρουμε τσιγάρα»...
γενιά πολιτών μιας «παράλληλης Ελλάδας» που δεν έχει εγγεγραμμένους στα μητρώα της, ούτε «φωνές… κορμάρες», ούτε «σταρ», ούτε «ομιλούσες κεφαλές» περιφερόμενων θιάσων, φεύγει για «το ταξίδι στα Κύθηρα», έχοντας ως αποσκευές, κάποια τραγούδια, κάποια βιβλία, μια ή δυο ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ένα λεξικό της ελληνικής γλώσσας.
Στα μουντά πρωϊνά οι ειδήσεις διαδέχονται η μια την άλλη, σαν ένα ποτάμι με θολωμένα νερά που «κατεβάζει» ό,τι θέλεις.
Και ξαφνικά, ο «παρουσιαστής» με το ίδιο βαριεστημένο ύφος με το οποίο ανακοινώνει κάθε μέρα τις «πληγές του Φαραώ», αναγγέλλει και «μια θλιβερή» είδηση: «Έφυγε» ο Δημήτρης Μητροπάνος.
Το τι θα ακολουθήσει είναι γνωστό: Δηλώσεις, θρήνοι, και «παχιά λόγια» για τον μεγάλο «μας» ερμηνευτή και ύστερα η… λήθη.
Στους πολίτες της «παράλληλης Ελλάδας», αυτό το «μας» δεν έχει εισαγωγικά, γιατί αυτοί οι πολίτες, υποψιασμένοι εδώ και χρόνια, άκουγαν, έκριναν και αντιλαμβάνονταν τον Μητροπάνο, όχι ως έναν «διασκεδαστή» της «νύχτας», αλλά ως έναν δωρικό ερμηνευτή που συνέχιζε στον μεγάλο δρόμο των λαϊκών βάρδων, ερμηνεύοντας τραγούδια που είχαν ήθελαν πάντα κάτι περισσότερο να «πουν» από τους στίχους τους.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος συνέβαλε με τις ερμηνείες του στο να προσθέσει ένα λιθαράκι στη δημιουργία ενός «στέρεου εδάφους» για να στέκονται πάνω του, όσοι θυμούνται, όσοι ελπίζουν, όσοι «δεν βολεύονται στο σήμερα», όσοι «ψάχνουν του κόσμου τον λεκέ», όσοι θέλουν «τον κόσμο αδελφωμένο», όπως κι ο ίδιος τραγουδούσε.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος τραγούδησε με τα μάτια του και τη φωνή του να αντιφεγγίζουν τις «φωτιές που ανάβουνε στις γειτονιές», ο Δημήτρης Μητροπάνος κράτησε με τη φωνή του, ώστε να μην κοπεί, το νήμα των αναμνήσεων που μας «κατοικούν», από το χθες ως το σήμερα και το αύριο.
Η προσέγγιση τέτοιων «μαστόρων» της τέχνης, δεν μπορεί παρά να έχει έντονα προσωπικά στοιχεία, και αρχίζοντας από αυτά θα «ξεδιπλωθεί» το σύντομο αυτό σημείωμα σε αυτόν.
Το πρώτο μουσικό μου «σχολείο» ήταν το «πικάπ» που ήταν ενσωματωμένο μαζί με το ραδιόφωνο «παγκοσμίου λήψεως» στο μεγάλο καφέ έπιπλο. Πρώτα ακούσματα τα τραγούδια που έλεγε ο πατέρας και βέβαια οι δίσκοι που αγόραζε Όσο και να ήταν το μεροκάματο, πάντα χωρούσε ένα δισκάκι τη βδομάδα.
Ο πρώτος δάσκαλος ήταν οι επιλογές του πατέρα μου και αυτός ο λαϊκός άνθρωπος με μοναδικό όπλο τις δικές του εμπειρίες από την ζωή και εκείνη την ανυπέρβλητη λαϊκή αισθητική των ανθρώπων του μόχθου, μπορούσε και ξεχώριζε.
Ήμουν μικρός όταν η βελόνα του πικάπ άρχιζε να γυρίζει πάνω στις στροφές ενός δίσκου με το όνομα «'Αγιος Φεβρουάριος».
Παράξενο όνομα, αρκετά οικείοι οι στίχοι σε μερικά τραγούδια, καθώς νόμιζα πως μιλούν για τη μικρασιατική προσφυγιά. Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να κατανοήσω πως η μικρασιατική προσφυγιά ήταν η αφορμή, ο στιχουργός ήθελε να μιλήσει γι άλλα πράγματα, αλλά αυτό δεν είχε τότε τόση σημασία.
Η γειτονιά τραγουδούσε το «Ο Χάρος βγήκε παγανιά», αλλά ήταν και «τα γράμματα μ'ευχές κι αφιερώσεις…», ήταν ο «Σταμάτης Κομνηνός», ήταν το «ανάβουνε φωτιές στις γειτονιές», ήταν «η σούστα πήγαινε μπροστά κι ο μάγκας τοίχο-τοίχο».
Αρκετά οικείοι λοιπόν οι στίχοι, πρόσφυγας ο πατέρας και η γιαγιά, είχα ακούσει αφηγήσεις και ιστορίες.
Στις ιστορίες αυτές η γιαγιά άφηνε να ανεβαίνει ένας καημός από τα στήθια της, ένας καημός που τον είχα ακούσει και σε τραγούδια και ερμηνείες.
Στις ιστορίες όμως που έλεγε ο πατέρας, δεν έβγαινε καημός, ή έβγαινε λιγότερο, γιατί περισσότερο έβγαινε ένα πείσμα, πως κόντρα στους δύσκολους καιρούς θα πάμε μπροστά, θα την περπατήσουμε την ζωή, όπως κι αν ήλθε με ψηλά το κεφάλι και αλώβητη την αξιοπρέπεια.
Αυτό το πείσμα, χωρίς να το συνειδητοποιώ έσταζε την δύναμή του στην ψυχή μου, αυτό το πείσμα, νομίζω, πως το κράτησε ακέριο κόντρα σε όλους τους δύσκολους καιρούς ο ερμηνευτής του «'Αγιου Φεβρουάριου», που ξεκίνησε πριν λίγες ώρες να «διαβεί τον ωκεανό»
Η φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου είναι ο μελωδικός «τόπος» όπου συναντήθηκε ένα ρεύμα του λαϊκού τραγουδιού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά από τη μια, με τραγούδια των οποίων οι στίχοι κυρίως και η μουσική σαφώς διαφοροποιούνταν από τη θεματολογία του κλασικού λαϊκού τραγουδιού.
Σε αυτή την συνάντηση η φωνή του καλλιτέχνη διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο γιατί από τη μια προσέλκυσε στιχουργούς και συνθέτες να γράψουν γι'αυτή την φωνή με διαφορετικό τρόπο απ'ότι μέχρι τότε, ενώ από την άλλη μπόλιασε με την δωρική λιτότητα του κλασικού λαϊκού τραγουδιού το οποίο είχε επηρεάσει τον Μητροπάνο, νέες μορφές στιχουργικής και σύνθεσης.
Με την φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου έρχεται λοιπόν στο προσκήνιο ένα νέο και διαφορετικό είδος τραγουδιού μέσα στο οποίο συντίθεται αρμονικά το λαϊκό τραγούδι και η μπαλάντα. Αυτό το νέο και διαφορετικό είδος τραγουδιού διαδραμάτισε ιδιαίτερα στην δεκαετία του '90 σοβαρό ρόλο στο ελληνικό τραγούδι, δίνοντάς μας μερικά υπέροχα τραγούδια, τα οποία εκτός των άλλων φέρουν και την προσωπική ερμηνευτική σφραγίδα του Δημήτρη Μητροπάνου και εκτιμάμε ότι δύσκολα θα ερμηνευθούν έτσι από άλλον.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στην Αγία Μονή, μια συνοικία έξω από την νερομάνα του λαϊκού τραγουδιού, τα Τρίκαλα. Μεγάλωσε με την μητέρα του και την αδελφή του, ενώ έως τα 16 του στα χαρτιά γραφόταν ως «ορφανός» από πατέρα καθώς η οικογένεια νόμιζε ότι ο πατέρας του είχε σκοτωθεί στο αντάρτικο. Τελικά έφθασε στην οικογένεια ένα γράμμα που έλεγε ότι ζει και είναι στη Ρουμανία και ο Δημήτρης γνώρισε τον πατέρα του στα 29 του.
Αλλά και τα δύο αδέλφια της μητέρας του ήταν φυλακή και εξορία, ως κομμουνιστές.
Η Αγία Μονή ήταν φτωχική συνοικία και όλοι ήταν αριστεροί θα πει αργότερα ο ίδιος, ενθυμούμενος ταυτόχρονα τα παιχνίδια του, κυρίως μπάλα, με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, ενώ αργότερα φτιάχτηκε και μια χορωδία για τις πρώτες καντάδες στα κορίτσια με τον Δημήτρη να αναλαμβάνει τα σόλα καθώς «με θεωρούσαν καλό για να τραγουδάω μόνος μου».
Τα καλοκαίρια δούλευε για να βοηθήσει τα οικονομικά της οικογένειάς του, πρώτα ως σερβιτόρος στην ταβέρνα ενός θείου του και μετά σε κορδέλες που έκοβαν ξύλα.
Στα 12 με 13 του τον κάλεσε η ασφάλεια για να του «εξηγήσει» τι ήταν ο πατέρας του και να τον «συμβουλεύσει φιλικά» να μάθει καμιά τέχνη, αφού με τέτοιο «ιστορικό» δεν είχε νόημα να πηγαίνει στο σχολείο μιας και δεν επρόκειτο να σπουδάσει, γιατί δεν θα τον άφηναν.
Κάθε μάζεμα της παρέας εθεωρείτο ύποπτο από τας αρχάς, ενώ ένα χαστούκι από καθηγητή στο γυμνάσιο ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Ένας αδελφός της μητέρας του, κομμουνιστής, επιστρέφει από την φυλακή, αλλά δεν μένει στα Τρίκαλα. Κατεβαίνει στην Αθήνα. Το ημερολόγιο έδειχνε 1964 και μαζί του είχε και τον ανιψιό του που κατέβηκε στην πρωτεύουσα έχοντας στις αποσκευές του το άγνωστο μέλλον και μια μεγάλη λατρεία: Τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη.
Είναι γνωστό αλλά χρειάζεται να το επαναλαμβάνουμε πού και πού. Τα βιώματα του κάθε καλλιτέχνη επηρεάζουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο της έκφρασής του, και σε ό,τι αφορά το τραγούδι, αυτά κάνουν τη διαφορά της σωστής εκτέλεσης από την δημιουργία.
Ο θείος του Δημήτρη Μητροπάνου εργαζόταν στην Ένωση Συνεταιρισμών Εργοληπτών Ραφτών Ελλάδας κι ένα βράδυ η εταιρεία έκανε ένα γλέντι στο «Πλακιώτικο Σαλόνι» όπου τραγουδούσε ο Μπιθικώτσης. Όταν τελείωσε το πρόγραμμα έβαλαν τον Δημήτρη να πει ένα τραγούδι, «κάτι του Θεοδωράκη δεν θυμάμαι…»
Ο Μπιθικώτσης έτυχε να είναι ακόμα στο μαγαζί και του λέει «εσύ πρέπει να γίνεις τραγουδιστής, έλα να σε πάω στην Κολούμπια».
Όντως έτσι έγινε και στην εταιρεία, η ψυχή της, ο Τάκης Λαμπρόπουλος, «παρέδωσε» τον Δημήτρη Μητροπάνο στον Γιώργο Ζαμπέτα, ουσιαστικά για να τον εκπαιδεύσει.
«Έτσι βρίσκομαι να δουλεύω με τον Zαμπέτα στα "Ξημερώματα". Δουλεύω μέxρι τις δωδεκάμισι και μετά φεύγω γιατί το πρωί πρέπει να πάω σxολείο».
Από τη Νεολαία Λαμπράκη ο Δημήτρης Μητροπάνος γνωρίζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη σε συναυλία του οποίου τραγούδησε για πρώτη φορά την Μεγάλη Δευτέρα του 1966, τον ακολουθεί σε περιοδεία στην Κύπρο το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, ενώ αρχίζει και γίνεται γνωστός στο φοιτητικό και νεανικό κοινό των μπουάτ.
Η Κολούμπια του κάνει συμβόλαιο για ένα χρόνο και ηχογραφεί δύο μόνο τραγούδια τα οποία δεν κυκλοφόρησαν ποτέ. Εργάζεται στα «Ταβάνια» στην Πλάκα, όπου πηγαίνουν και του προτείνουν συμβόλαιο οι Νίκος Αντύπας και Σπύρος Ράλλης, διευθυντής και παραγωγός της ΕΛΛΑΣΔΙΣΚ, μετέπειτα Polygram. Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε είχε τον τίτλο «Χαμένη Πασχαλιά», όμως επιβάλλεται η χούντα και το απαγορεύουν αμέσως.
«Έτσι ο πρώτος μου ουσιαστικά δίσκος γίνεται με τον Ζαμπέτα. "Θεσσαλονίκη" και "Μεταξουργείο". Και αμέσως μετά ο "Ξενύχτης" και το "Σπύρο μου, Σπυράκη μου"... Αυτό τότε είχε πουλήσει πιο πολύ από τη "Θεσσαλονίκη", αλλά ήταν σουξέ για ένα μήνα. Ενώ η "Θεσσαλονίκη" αντέχει μέχρι σήμερα... Στον Ζαμπέτα χρωστάω πολλά. Ίσως είναι ο μόνος που χρωστάω τόσα πολλά. Μου φέρθηκε παραπάνω από καλά κι ήταν για μένα οι πρώτες μου εμπειρίες».
Ο Δημήτρης Μητροπάνος παρουσιάζεται στον στρατό, όλοι γνωρίζουν τι σήμαινε αριστερός φακελωμένος στρατιώτης στα χρόνια της χούντας και τον Απρίλιο του 1971 παίρνει μετάθεση για την Αλεξανδρούπολη από όπου πήρε άδεια τον Νοέμβριο για να ηχογραφήσει ένα δίσκο. Τελικά, λόγω διαφόρων προβλημάτων η ηχογράφηση δεν πραγματοποιήθηκε, όμως έγινε ένα μήνα μετά, σε μια τετραήμερη άδεια του.
Ο δίσκος αυτός σε στίχους Μάνου Ελευθερίου και σύνθεση του Δήμου Μούτση αποτελεί σταθμό στην ελληνική δισκογραφία. Ο τίτλος του είναι «'Αγιος Φεβρουάριος».
Αφού απολύθηκε από τον στρατό, το 1973, ο Δημήτρης Μητροπάνος γνωρίζεται, μέσω του γαμπρού του, με τον Τάκη Μουσαφίρη που είχε κατέβει στην Αθήνα από τα Γιάννενα περίπου το 1971.
Μαζί με τον Τάκη Μουσαφίρη και τον Σπύρο Παπαβασιλείου για τα επόμενα χρόνια θα ερμηνεύσει μερικά από τα ωραιότερα λαϊκά του τραγούδια τα οποία και θα σφραγίσει με την φωνή του.
Το τραγούδι, το αληθινό τραγούδι στην δεκαετία του '90 προσπάθησε να φτερουγίσει έξω από τις οθόνες της τηλεόρασης που σιγά-σιγά ξεκίνησε να φτιάχνει τους πλαστικούς ουρανούς της. Ουρανοί χωρίς σύννεφα αρχικά, δηλαδή ψεύτικοι, όπου διάφοροι τύποι και τύπισσες παίρνουν τα πρωινά τους ροφήματα, φωνασκούντες, λικνιζόμενοι και ευτυχισμένοι. Μαζί με το πρωινό ρόφημα, καφετζούδες, χαρτορίχτρες και οιωνοσκόποι. Παιχνίδια για «τυχερούς», και αργότερα η πλέον σκοτεινή «ενημέρωση». Μια πορεία προς την εξαχρείωση, πλην βεβαίως ελαχίστων εξαιρέσεων. Τα επιχειρήματα αντικαταστάθηκαν από τις «ατάκες» και η ουσία από την «επικοινωνία». Το τραγούδι μετατρέπεται σε προϊόν ταχυφαγείου το οποίο καταπίνεται αμάσητο και όσο είναι ζεστό, καθώς δεν αντέχει ουσιαστικά πέραν της εβδομάδος.
Μια απίστευτη στρατιά διαφόρων αρπάζει ένα μικρόφωνο και λέει ότι θέλει κάθε βράδυ χειροκροτούμενη από μισομεθυσμένους οπαδούς ύποπτων συναλλαγών.
Παρ'όλα αυτά η παλιά φρουρά εξακολουθεί να γράφει διαμάντια.
Στο τοπίο που περιγράψαμε θα προσπαθήσει να φτερουγίσει το τραγούδι και να συνεχίσει να διηγείται τις δικές του ιστορίες Θα πιαστεί αναγκαστικά από τις αναμνήσεις. Θα χαμηλώσει την φωνή, και θα τραγουδήσει τις ιστορίες μιας ζωής αληθινής.
Ρόζα, θα μπορούσε να είναι το όνομα μιας δεκαετίας ολόκληρης, μιας δεκαετίας που μας κοίταζε να γυρεύουμε στην άσφαλτο νερό. Ρόζα, το όνομα της κοριτσιού που ψάχναμε σε δρόμους που είχαν αλλάξει όνομα για να του εξομολογηθούμε τον έρωτά της. Ενός έρωτα που δεν ήταν από ζάχαρη, ενός έρωτα απελπισμένου. Ρόζα θα μπορούσε να είναι το όνομα του ονείρου σε εποχές που τα περάσματα στενεύουν. Ρόζα όμως θα μπορούσε να είναι και το όνομα της ελπίδας, το όνομα μιας χώρας φωτεινής και ανθρώπινης, ενός άλλου τόπου. Ρόζα θα μπορούσε να είναι το όνομα της ανάγκης που γίνεται ιστορία.
To 1996 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Στου Αιώνα την παράγκα» με μελοποιημένους στίχους ποιητών από τον Θάνο Μικρούτσικο και ερμηνευτή τον Δημήτρη Μητροπάνο.
Στη φωνή του φτερούγισε και φτερουγίζει το πείσμα όσων ήθελαν και θέλουν να ζήσουν κόντρα στους δύσκολους καιρούς.
Στη φωνή του το λυτρωτικό δάκρυ ανεβαίνει ως την άκρη του ματιού, αλλά δεν πέφτει για να μην το πατήσουν οι αδιάφοροι περαστικοί.
Στη φωνή του το λυτρωτικό δάκρυ ανεβαίνει ως την άκρη του ματιού, και κυλάει ελεύθερα και λυτρωτικά όταν είσαι μόνος με τον εαυτό σου, οδηγώντας νύχτα στην ευθεία Κατερίνη-Θεσσαλονίκη.
Στην φωνή του ακούμπησε η μοναξιά του εσωτερικού μετανάστη, η μοναξιά του έρημου δρόμου χωρίς διαβάτες, το γερμανικό νούμερο του φαντάρου, το τελευταίο σφύριγμα βράδυ Κυριακής του τραίνου που φεύγει από τον επαρχιακό σταθμό.
Το δικό του «αχ» περισσότερο από τον λυγμό του καημού είναι ένα όπλο για να προχωρήσουμε με το κεφάλι ψηλά και την αξιοπρέπεια αλώβητη.
Γνώρισε τον κατατρεγμό, την φτώχεια και την βιοπάλη, γνώρισε την αγάπη της λαϊκής οικογένειας που κόντρα σε όλους τους καιρούς ήταν απάγκιο για τα παιδιά της.
Γνώρισε, έζησε, πείσμωσε, και γι'αυτό τραγούδησε έτσι.
40 και παραπάνω χρόνια στο ελληνικό τραγούδι, ο Δημήτρης Μητροπάνος με μια φωνή που κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η διάρκεια και μέσω αυτής το μέστωμα ερμήνευσε τραγούδια σε ορισμένους δίσκους-σταθμούς της δισκογραφίας, αλλά και μια σειρά λαϊκών τραγουδιών που αναμφίβολα κατατάσσουν τους συντελεστές τους και βέβαια τον ίδιο στους λαϊκούς βάρδους κυρίως γιατί μετουσίωσε σε υπέροχα τραγούδια το πείσμα για αληθινή ζωή που μετέτρεπε την κάθε στιγμή ακόμα και τον θάνατο σε γιορτή γιατί «ένα λαχείο είναι η ζωή/ας είναι κι αμορτί./Λουλούδια για τον χάροντα/μπουζούκι και κιθάρα/κι ένα ανοιχτό περίπτερο/να πάρουμε τσιγάρα»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου