Όταν οι λέξεις έγιναν πολλές, κάποιος σκέφτηκε να τις συγκεντρώσουν όλες σε ένα μέρος. Η ιδέα του έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Πώς δεν το είχε σκεφτεί κανείς άλλος νωρίτερα; Τους πήρε πολλά χρόνια -κάποιοι μιλούν και για δεκαετίες, κάποιοι και για αιώνες, κάποιοι και για χιλιετίες- αλλά τελικά τα κατάφεραν: τις ταξινόμησαν, τις οριοθέτησαν, τις όρισαν· όλα έμοιαζαν τακτοποιημένα, ο κόσμος έμοιαζε τακτοποιημένος μέσα στο Λεξικό. Οποιαδήποτε αμφιβολία για την αληθινή σημασία μιας λέξης μπορούσε να λυθεί με προσφυγή στο σχετικό λήμμα. Το κάθε ένα από αυτά ήταν το προϊόν μιας εξαντλητικής διαδικασίας, η οποία αφού είχε πρώτα λάβει υπόψη της όλες τις αντιρρήσεις, αποκλίσεις κι ενστάσεις, είχε καταλήξει στην ακριβέστερη δυνατή αποτύπωση της αντίστοιχης λέξης.
Κι η ζωή συνεχιζόταν· όχι για όλους το ίδιο ευχάριστα -σε άλλες γωνιές του κόσμου περνούσαν καλύτερα και σε άλλες χειρότερα, σε άλλες γωνιές των πόλεων περνούσαν καλύτερα και σε άλλες χειρότερα- πάντως για όλους το ίδιο αυτονόητα, το ίδιο λογικά, το ίδιο φυσικά: έτσι ήταν φτιαγμένος ο κόσμος, αυτοί οι βασικοί νόμοι ρύθμιζαν τη λειτουργία του κι όποιος είχε αμφιβολία μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διαβάσει τι έλεγε το Λεξικό· κάθε απορία έβρισκε την απάντησή της και κάθε γρίφος την ερμηνεία του.
Υπήρχε μέχρι και ειδικό λήμμα για εκείνους τους λίγους στους οποίους ο τρόπος που συνεχιζόταν η ζωή και λειτουργούσε ο κόσμος δεν φάνταζε αυτονόητος, λογικός και φυσικός· μόλις το διάβαζες δεν μπορούσες παρά να τους κοιτάξεις με συγκατάβαση, ακόμη και με συμπάθεια, αλλά όχι και χωρίς μια δόση ειρωνείας.
Κι η ζωή εξακολουθούσε να συνεχίζεται. Κάτι τριγμοί, κάτι μικροσεισμοί δεν ήταν δυνατόν να την κλονίσουν. Έμπαινες σε λήμματα όπως «σεισμός», «αντισεισμική προστασία» και «κύκλοι της οικονομίας» κι ακόμη και αν τύχαινε να τρίζεις σωματικά, έμενες ψυχικά και πνευματικά ακλόνητος. Έπειτα βέβαια οι δονήσεις άρχισαν να έρχονται με μεγαλύτερη συχνότητα και σε μεγαλύτερη ένταση. Κοιτούσες το Λεξικό κι αυτό έμενε ακόμη στη θέση του. Έπειτα άρχισε να διαρρέει η πληροφορία πως τα μεσοδιαστήματα της σεισμικής ηρεμίας θα εξαφανισθούν, πως ο σεισμός θα διαρκούσε. Πολύ. Δύσπιστα βλέμματα προς το Λεξικό άρχισαν να υψώνονται, γρήγορα όμως αυτολογοκρίνονταν και αυτοματαιώνονταν, επειδή τα μάτια ήταν εκπαιδευμένα να κοιτάζουν μόνο προς τα εκεί. Κανείς δεν τους είχε απαγορεύσει να κοιτάζουν και αλλού, ωστόσο μια γρήγορη ανάγνωση των σχετικών λημμάτων αρκούσε για να σε πείσει πως το να στρέφεις το βλέμμα σου αλλού, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια άρνηση να δεχτείς τον κόσμο όπως πραγματικά είναι. Τα βλέμματα που άρχισαν να απελπίζονται δεν άργησαν να μετατραπούν σε κραυγές. Ο ένας κραύγαζε δυνατότερα από τον άλλο, σε μια προσπάθεια να τον τρομάξει περισσότερο ή ίσως να μην υποχρεωθεί να ακούσει και την άλλη κραυγή· του αρκούσε η δική του. Οι ψυχραιμότεροι έστερξαν στο Λεξικό να βρουν εξήγηση και για αυτό το φαινόμενο. Βρήκαν. Τα λήμματα μιλούσαν για «φασισμό», «οχλοκρατία» και πολλές άλλες ιδιαίτερα ανησυχητικές καταστάσεις. Οι ψύχραιμοι τρόμαξαν τόσο που άρχισαν να κραυγάζουν περισσότερο από τους κραυγάζοντες. Το πράγμα έμοιαζε να ξεφεύγει.
Μάλλον από καθαρό ένστικτο -από ένστικτο αυτοσυντήρησης- όλοι όσοι κραύγαζαν, κι αυτοί που κραύγαζαν τις ψύχραιμες κραυγές κι αυτοί που κραύγαζαν τις απεγνωσμένες, είπαν πως μόνη λύση είναι να χαμηλώσουν τον τόνο της φωνής τους και να ξαναρχίσουν να συζητάνε. Τι διάολο, ενήλικοι άνθρωποι ήταν, έλλογα όντα ήταν, την ίδια γλώσσα μιλούσαν, μπορούσαν να κάτσουν σε ένα τραπέζι και να συνεννοηθούν σε πέντε βασικές αρχές. Δεν υπήρχε κάτι για το οποίο δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Το Λεξικό ήταν εκεί, σύμμαχός τους στη δύσκολη ώρα, όλη η σοφία των προηγούμενων γενιών αποκρυσταλλωμένη εκεί, όλα θα μπορούσαν να τα βρουν αναγόμενοι εκεί, αν για κάτι φημιζόταν άλλωστε το Λεξικό ήταν για το ότι επέτρεπε την αμφισβήτησή του, φιλοξενώντας πληθώρα σχετικών λημμάτων που ανέλυαν πόσο ανοικτό ήταν σε κάθε κριτική.
Η βιαιότητα και το απροσδόκητο όσων επακολούθησαν δεν επιτρέπουν βεβαιότητα για το ποιός έκανε να ανοίξει την ώρα εκείνη το Λεξικό. Άλλοι λένε πως ήταν κάποιος απ' τους ψύχραιμους, άλλοι λένε πως ήταν κάποιος απ' τους απεγνωσμένους. Λίγη σημασία όμως έχει. Μεγάλη σημασία έχει πως όταν το άνοιξε όλες οι λέξεις και όλες οι σημασίες άρχισαν να πέφτουν από μέσα του. Τα λήμματα έβγαιναν από τις σελίδες του πέφτοντας πάνω στα κεφάλια των ανθρώπων. Έντρομοι οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν πως πλέον ζούσαν σε έναν κόσμο που τίποτα δεν σήμαινε τίποτα· που σίγουρα τίποτα δεν μπορούσε πια να σημαίνει αυτό που σήμαινε όλη την προηγούμενη ζωή τους· η οποία πώς θα συνεχιζόταν τώρα; Με τι σταθερές, με τι αποκούμπια; Πού να στραφούν, ποια λέξη να πιστέψουν; Αλλιώς τους φάνταζαν πλέον εκτός Λεξικού. Άλλες έμοιαζαν κενές νοήματος, άλλες εξαρχής παραπλανητικές. Άλλες δυσφημισμένες. Αυτές ήταν και οι πιο ασήκωτες απ' όλες. Πώς όμως μπόρεσε να γίνει αυτό; Πώς μπόρεσε να γκρεμιστεί ένα ολόκληρο σύστημα γλώσσας και εννοιολόγησης της πραγματικότητας που ήταν υποτίθεται αρραγές;
Αυτό που προξένησε μεγαλύτερη εντύπωση στους μελετητές που εντρύφησαν στις αποστεωμένες πλέον σελίδες του Λεξικού προκειμένου να βρουν την λύση, είναι ότι όλα ξεκίνησαν από μια λέξη, που προκάλεσε στη συνέχεια αλυσιδωτή αντίδραση παίρνοντας μαζί της και τις υπόλοιπες, αφού αποδείχθηκε πως η μια λέξη χρωστούσε στην άλλη και η άλλη στην επόμενη, της χρωστούσε μέρος από το κύρος της, μέρος από την πειστικότητά της, καθώς δανειζόταν συχνά η μία από την άλλη για να φτιάξουν παράγωγα προϊόντα λέξεων, με αποτέλεσμα να σχηματίσουν μια τεράστια φούσκα. Η συνολική κατάρρευση λοιπόν ξεκίνησε όταν πρώτο απ' όλα κατέρρευσε το λήμμα "Brothers". Κατέρρευσε πρώτο γιατί ήταν γράμμα κενό, γράμμα με μετοχές υπερτιμημένες χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, αφού το Λεξικό περιέγραφε έναν κόσμο στον οποίο το μόνο αντικείμενο ενδιαφέροντός σου ήσουν εσύ ο ίδιος, το άτομό σου. Ο διπλανός σου σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αδελφός σου, η αδελφοσύνη και η αλληλεγγύη ήταν λέξεις που τα λήμματά τους υπήρχαν για να υπάρχουν, ανήκοντας σε άλλο αξιακό σύστημα, άλλου Λεξικού. Όταν έτσι οι σεισμοί άρχισαν να εντείνονται, ο κάθε αναγνώστης του Λεξικού διαπίστωσε ότι κατέρρεε οικονομικά ένα κράτος στο οποίο αντιστοιχούσε όχι ένα έθνος ανάδελφο, αλλά μια κοινωνία απαρτιζόμενη από εκατομμύρια ανάδελφα μέλη, μια μη κοινωνία εκατομμυρίων ατόμων, που το καθένα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει μόνο του την προσωπική του κατάρρευση.
Εκτός κι αν τα άτομα αποφάσιζαν να ψάξουν κάπου ανάμεσα στα χαλάσματα των εννοιών να βρουν το λήμμα, ώστε να το σηκώσουν, να αποκαταστήσουν τη σημασία του και να βρουν μέσα του έναν κώδικα συλλογικής επιβίωσης, συλλογικής ελπίδας και συλλογικού νοήματος.
Old Boy
Κι η ζωή συνεχιζόταν· όχι για όλους το ίδιο ευχάριστα -σε άλλες γωνιές του κόσμου περνούσαν καλύτερα και σε άλλες χειρότερα, σε άλλες γωνιές των πόλεων περνούσαν καλύτερα και σε άλλες χειρότερα- πάντως για όλους το ίδιο αυτονόητα, το ίδιο λογικά, το ίδιο φυσικά: έτσι ήταν φτιαγμένος ο κόσμος, αυτοί οι βασικοί νόμοι ρύθμιζαν τη λειτουργία του κι όποιος είχε αμφιβολία μπορούσε ανά πάσα στιγμή να διαβάσει τι έλεγε το Λεξικό· κάθε απορία έβρισκε την απάντησή της και κάθε γρίφος την ερμηνεία του.
Υπήρχε μέχρι και ειδικό λήμμα για εκείνους τους λίγους στους οποίους ο τρόπος που συνεχιζόταν η ζωή και λειτουργούσε ο κόσμος δεν φάνταζε αυτονόητος, λογικός και φυσικός· μόλις το διάβαζες δεν μπορούσες παρά να τους κοιτάξεις με συγκατάβαση, ακόμη και με συμπάθεια, αλλά όχι και χωρίς μια δόση ειρωνείας.
Κι η ζωή εξακολουθούσε να συνεχίζεται. Κάτι τριγμοί, κάτι μικροσεισμοί δεν ήταν δυνατόν να την κλονίσουν. Έμπαινες σε λήμματα όπως «σεισμός», «αντισεισμική προστασία» και «κύκλοι της οικονομίας» κι ακόμη και αν τύχαινε να τρίζεις σωματικά, έμενες ψυχικά και πνευματικά ακλόνητος. Έπειτα βέβαια οι δονήσεις άρχισαν να έρχονται με μεγαλύτερη συχνότητα και σε μεγαλύτερη ένταση. Κοιτούσες το Λεξικό κι αυτό έμενε ακόμη στη θέση του. Έπειτα άρχισε να διαρρέει η πληροφορία πως τα μεσοδιαστήματα της σεισμικής ηρεμίας θα εξαφανισθούν, πως ο σεισμός θα διαρκούσε. Πολύ. Δύσπιστα βλέμματα προς το Λεξικό άρχισαν να υψώνονται, γρήγορα όμως αυτολογοκρίνονταν και αυτοματαιώνονταν, επειδή τα μάτια ήταν εκπαιδευμένα να κοιτάζουν μόνο προς τα εκεί. Κανείς δεν τους είχε απαγορεύσει να κοιτάζουν και αλλού, ωστόσο μια γρήγορη ανάγνωση των σχετικών λημμάτων αρκούσε για να σε πείσει πως το να στρέφεις το βλέμμα σου αλλού, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια άρνηση να δεχτείς τον κόσμο όπως πραγματικά είναι. Τα βλέμματα που άρχισαν να απελπίζονται δεν άργησαν να μετατραπούν σε κραυγές. Ο ένας κραύγαζε δυνατότερα από τον άλλο, σε μια προσπάθεια να τον τρομάξει περισσότερο ή ίσως να μην υποχρεωθεί να ακούσει και την άλλη κραυγή· του αρκούσε η δική του. Οι ψυχραιμότεροι έστερξαν στο Λεξικό να βρουν εξήγηση και για αυτό το φαινόμενο. Βρήκαν. Τα λήμματα μιλούσαν για «φασισμό», «οχλοκρατία» και πολλές άλλες ιδιαίτερα ανησυχητικές καταστάσεις. Οι ψύχραιμοι τρόμαξαν τόσο που άρχισαν να κραυγάζουν περισσότερο από τους κραυγάζοντες. Το πράγμα έμοιαζε να ξεφεύγει.
Μάλλον από καθαρό ένστικτο -από ένστικτο αυτοσυντήρησης- όλοι όσοι κραύγαζαν, κι αυτοί που κραύγαζαν τις ψύχραιμες κραυγές κι αυτοί που κραύγαζαν τις απεγνωσμένες, είπαν πως μόνη λύση είναι να χαμηλώσουν τον τόνο της φωνής τους και να ξαναρχίσουν να συζητάνε. Τι διάολο, ενήλικοι άνθρωποι ήταν, έλλογα όντα ήταν, την ίδια γλώσσα μιλούσαν, μπορούσαν να κάτσουν σε ένα τραπέζι και να συνεννοηθούν σε πέντε βασικές αρχές. Δεν υπήρχε κάτι για το οποίο δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Το Λεξικό ήταν εκεί, σύμμαχός τους στη δύσκολη ώρα, όλη η σοφία των προηγούμενων γενιών αποκρυσταλλωμένη εκεί, όλα θα μπορούσαν να τα βρουν αναγόμενοι εκεί, αν για κάτι φημιζόταν άλλωστε το Λεξικό ήταν για το ότι επέτρεπε την αμφισβήτησή του, φιλοξενώντας πληθώρα σχετικών λημμάτων που ανέλυαν πόσο ανοικτό ήταν σε κάθε κριτική.
Η βιαιότητα και το απροσδόκητο όσων επακολούθησαν δεν επιτρέπουν βεβαιότητα για το ποιός έκανε να ανοίξει την ώρα εκείνη το Λεξικό. Άλλοι λένε πως ήταν κάποιος απ' τους ψύχραιμους, άλλοι λένε πως ήταν κάποιος απ' τους απεγνωσμένους. Λίγη σημασία όμως έχει. Μεγάλη σημασία έχει πως όταν το άνοιξε όλες οι λέξεις και όλες οι σημασίες άρχισαν να πέφτουν από μέσα του. Τα λήμματα έβγαιναν από τις σελίδες του πέφτοντας πάνω στα κεφάλια των ανθρώπων. Έντρομοι οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν πως πλέον ζούσαν σε έναν κόσμο που τίποτα δεν σήμαινε τίποτα· που σίγουρα τίποτα δεν μπορούσε πια να σημαίνει αυτό που σήμαινε όλη την προηγούμενη ζωή τους· η οποία πώς θα συνεχιζόταν τώρα; Με τι σταθερές, με τι αποκούμπια; Πού να στραφούν, ποια λέξη να πιστέψουν; Αλλιώς τους φάνταζαν πλέον εκτός Λεξικού. Άλλες έμοιαζαν κενές νοήματος, άλλες εξαρχής παραπλανητικές. Άλλες δυσφημισμένες. Αυτές ήταν και οι πιο ασήκωτες απ' όλες. Πώς όμως μπόρεσε να γίνει αυτό; Πώς μπόρεσε να γκρεμιστεί ένα ολόκληρο σύστημα γλώσσας και εννοιολόγησης της πραγματικότητας που ήταν υποτίθεται αρραγές;
Αυτό που προξένησε μεγαλύτερη εντύπωση στους μελετητές που εντρύφησαν στις αποστεωμένες πλέον σελίδες του Λεξικού προκειμένου να βρουν την λύση, είναι ότι όλα ξεκίνησαν από μια λέξη, που προκάλεσε στη συνέχεια αλυσιδωτή αντίδραση παίρνοντας μαζί της και τις υπόλοιπες, αφού αποδείχθηκε πως η μια λέξη χρωστούσε στην άλλη και η άλλη στην επόμενη, της χρωστούσε μέρος από το κύρος της, μέρος από την πειστικότητά της, καθώς δανειζόταν συχνά η μία από την άλλη για να φτιάξουν παράγωγα προϊόντα λέξεων, με αποτέλεσμα να σχηματίσουν μια τεράστια φούσκα. Η συνολική κατάρρευση λοιπόν ξεκίνησε όταν πρώτο απ' όλα κατέρρευσε το λήμμα "Brothers". Κατέρρευσε πρώτο γιατί ήταν γράμμα κενό, γράμμα με μετοχές υπερτιμημένες χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα, αφού το Λεξικό περιέγραφε έναν κόσμο στον οποίο το μόνο αντικείμενο ενδιαφέροντός σου ήσουν εσύ ο ίδιος, το άτομό σου. Ο διπλανός σου σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αδελφός σου, η αδελφοσύνη και η αλληλεγγύη ήταν λέξεις που τα λήμματά τους υπήρχαν για να υπάρχουν, ανήκοντας σε άλλο αξιακό σύστημα, άλλου Λεξικού. Όταν έτσι οι σεισμοί άρχισαν να εντείνονται, ο κάθε αναγνώστης του Λεξικού διαπίστωσε ότι κατέρρεε οικονομικά ένα κράτος στο οποίο αντιστοιχούσε όχι ένα έθνος ανάδελφο, αλλά μια κοινωνία απαρτιζόμενη από εκατομμύρια ανάδελφα μέλη, μια μη κοινωνία εκατομμυρίων ατόμων, που το καθένα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει μόνο του την προσωπική του κατάρρευση.
Εκτός κι αν τα άτομα αποφάσιζαν να ψάξουν κάπου ανάμεσα στα χαλάσματα των εννοιών να βρουν το λήμμα, ώστε να το σηκώσουν, να αποκαταστήσουν τη σημασία του και να βρουν μέσα του έναν κώδικα συλλογικής επιβίωσης, συλλογικής ελπίδας και συλλογικού νοήματος.
Old Boy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου